-
1 σύνθεσις
A putting together, composition, combination, Pl.Phd. 93a, R. 611b; , cf. IG42(1).103.56 (Epid., iv B.C.), 7.3073.92 (Lebad., ii B.C.);τῶν σπονδύλων Sor.1.102
; storage, τῶν μήλων (quinces in a ῥίσκος) Phylarch.10 J.; but ἐλαιῶν ς. a preserve of olives, Gp.9.28.2.b in concrete sense, junction, ; συνθέσεις ([etym.] λέγω τὰς γωνίας) Id.Pr. 910b14.2 in various technical senses:a in Grammar, composition, γραμμάτων τε συνθέσεις, i.e. syllables and words, A.Pr. 460, cf. Arist.Metaph. 1092a26; σ. ἔκ τε ῥημάτων γιγνομένη καὶ ὀνομάτων, i.e. sentences, Pl.Sph. 263d, cf. Cra. 431c, Arist. Po. 1458a28, Gal.15.487; περὶ συνθέσεως ὀνομάτων, title of work by D.H.; also, the juxtaposition of letters in a word, Arist.Rh.Al. 1434b34; of an author's composition, Isoc.10.11; so ἡ τῶν μέτρων ς. metrical composition, Arist.Po. 1449b35; ἡ τῶν ἐπῶν ς. D.S.5.74; ἡ τοῦ παίωνος ξ. the way the paeon is made up, Plu.2.1143d; the constitution of things, Hp.Virg.1.b Math., synthesis of a problem (opp. ἀνάλυσις), Archim.Sph.Cyl.2.7, explained in Papp.634; ἡ κατὰ σ. ἀγωγή synthetic procedure, Id.412.2.c Math., σ. λόγου transformation of a ratio known as componendo, Euc.5 Def.14; κατὰ -σιν, = componendo, Archim.Aequil.2.9.d Math., addition, Ph.1.11, Plu.2.1018c, Dioph.1 Intr.; καθ' ἁντινοῦν -σιν however many times added, i.e. whatever number of times taken (multiplied), Archim.Spir.1:—also as Pythag. name for 2, Anatol. ap. Theol.Ar.8.e in Logic, union of noun and verb or of two objects of thought in a statement, Arist. Int. 16a12, de An. 430a27; also ὁ παρὰ τὴν σ. [λόγος] the fallacy of composition, opp. διαίρεσις, Id.SE 177a33.f in Physics, composition of substances, parts of organisms, from their elementary constituents, Id.PA 646a12, Top. 151a23; opp μίξις (combination), Id.GC 328a6.g in Medicine, compounding of essences and drugs,τῶν μύρων Thphr. Od.14
, al., cf. D.S.4.45, Aglaïas 8.II combination of parts so as to form a whole, γενέσεις καὶ ς. Pl.R. 533b; ἡ τῶν στρωμάτων ς. Id.Plt. 280b, cf. Arist.PA 645a35, Metaph. 1014b37; in plants, Thphr.HP 5.5.2.b in concrete sense, a social or political combination, Arist. Pol. 1276b7; a military formation, Ael.Tact.18.5.III agreement, treaty, Pi.P.4.168, Fr. 205; πὸς τὰς συνθέσις in accordance with the agreements, IG5(2).343.41,60 (Orchom. Arc., iv B.C.); ἐκ συνθέσεως by arrangement, D.S.13.112, etc.;συνθέσεις περὶ γάμων Plu. Sull.35
.2 σ. λόγων making up accounts, Stud.Pal.4.70.391 (i A.D.); so ς. alone,εἰς σύνθεσιν τῷ βασιλεῖ PTeb.714.6
(ii B.C.).IV set, service (most freq. in Lat. synthesis):1 collection of clothes, wardrobe, Dig.34.2.38.1; also, dress, gown, costume, suit, σ. τελείας λευκὰς δεκατρεῖς, γυναικείας ς. PHamb.10.13,21 (ii A.D.), cf. POxy. 1153.23 (i A.D.), 496.4 (ii A.D.), PSI10.1117.11,13 (ii A.D.), Mart.2.46.4, 5.79.2; synthesinam indutus, Suet.Ner.51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνθεσις
-
2 καί
καί particle,1 and, also, even A copulative.1 joining finite verbs,a with change of subject.ἦ θαύματα πολλά, καί πού τι καὶ ἐξαπατῶντι μῦθοι O. 1.28
, O. 3.21, O. 9.38, O. 10.41, O. 10.72, P. 1.5, P. 1.42, P. 3.35, P. 3.93, P. 3.94, P. 4.124, P. 4.164, P. 4.220, P. 4.247, P. 4.254, P. 4.257, P. 6.53, P. 9.40, P. 9.52, N. 5.18, N. 5.21, N. 6.53, N. 7.65, N. 10.10, N. 11.8, I. 3.17, I. 4.13, I. 4.34, I. 4.67, I. 5.48, I. 6.53, I. 8.47, fr. 51b. Pae. 2.53b with no change of subject.διεδάσαντο καὶ φάγον O. 1.51
, O. 5.8, O. 7.46, O. 10.49, O. 13.27, O. 13.69, O. 13.112, P. 3.15, P. 3.68, P. 4.254, P. 4.298, P. 9.12, P. 10.46, N. 1.64, N. 3.26, N. 3.38, N. 4.61, N. 5.39, N. 6.19, N. 6.49, N. 9.18, N. 10.22, N. 10.74, N. 10.80, I. 2.19, I. 5.63, I. 6.70, Πα. 2. 1, Εὔ]βοιαν ἕλον καὶ ἔνασσαν καὶ ἔκτισαν νάσους Πα.. 3. Πα. 8A. 13. Δ. 2. 30, fr. 169. 23, fr. 169. 47.c in subord. cl.,ὡς ἂν κτίσαιεν βωμὸν ἐναργέα καὶ ἰάναιεν O. 7.42
πρὶν μίχθη καὶ ἔνεικεν O. 9.59
κατέφρασεν ὁπᾷ ἔθυε καὶ ὅπως ἄρα ἔστασεν O. 10.57
ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ P. 1.100
θεός, ὃ καὶ κίχε καὶ παραμείβεται καὶ ἔκαμψε P. 2.50
εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων, καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.63
P. 9.46—9.ὃς ἂν ἕλῃ καὶ ἴδῃ P. 10.25
, N. 3.34ὄφρα προσμένοι καὶ πάξαιθ N. 3.61
αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον, καὶ τίς ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν N. 5.15
Pae. 6.50 irregularly coordinated;φάνη Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου καὶ ὁπότ' Πελλάνᾳ φέρε O. 9.97
εὐθύ-γλωσσος ἀνὴρ προφέρει παρὰ τυραννίδι χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.87
—8.νᾶσον ὡς ἤδη λιπὼν κτίσσειεν εὐάρματον πόλιν καὶ τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι P. 4.9
πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν N. 5.52
d introducing question.ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο O. 2.99
“ καὶ τίς ἀνθρώπων σε ἐξανῆκεν γαστρός;” P. 4.982 joining grammatically similar words.a two nouns.Παλλὰς καὶ Ζεὺς O. 2.27
ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ στεφάνους O. 2.74
κρίσιν καὶ πενταετηρίδ O. 3.21
Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν καὶ πολυγνάμπτων μυχῶν O. 3.27
χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ O. 4.25
ἀρετᾶν καὶ στεφάνων O. 5.1
Ἄκρων' ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν O. 5.8
Οἰνομάου καὶ Πέλοπος O. 5.9
Ποσειδᾶν' καὶ τοξοφόρον σκοπόν O. 6.59
παρ' Ἀλφειῷ καὶ παρὰ Κασταλίᾳ O. 7.17
Οὐρανὸς καὶ Γαῖα μάτηρ O. 7.38
ἀρετὰν καὶ χάρματ O. 7.44
τά τ' ἐν Ἀρκαδίᾳ ἔργα καὶ Θήβαις O. 7.84
κῶμον καὶ στεφαναφορίαν O. 8.10
ἓ καὶ υἱὸν O. 9.14
κορᾶν καὶ φερτάτων Κρονιδᾶν O. 9.56
τόλμα δὲ καὶ ἀμφιλαφὴς δύναμις O. 9.82
σὺ καὶ θυγάτηρ O. 10.3
Καλλιόπα καὶ χάλκεος Ἄρης O. 10.15
βροντὰν καὶ πυρπάλαμον βέλος O. 10.80
ἀρχὰ λόγων καὶ πιστὸν ὅρκιον O. 11.6
Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος καὶ δὶς ἐκ Πυθῶνος Ἰσθμοῖ τε O. 12.18
κασίγνηταί τε Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα O. 13.7
Σίσυφον καὶ τὰν Μήδειαν O. 13.53
ναὶ καὶ προπόλοις O. 13.54
παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα O. 13.83
αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν O. 13.115
Ἀπόλλωνος καὶ Μοισᾶν P. 1.1
κορυφαῖς καὶ πέδῳ P. 1.28
ὄλβον καὶ κτεάνων δόσιν P. 1.46
ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν P. 1.68
κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ P. 2.58
ἐν ὄρει καὶ ἐν ἑπταπύλοις Θήβαις P. 3.90
Νέστορα καὶΛύκιον Σαρπηδόν P. 3.112
ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ P. 4.68
“Ἰφιμεδείας παῖδας, ὦτον καὶ σέ” P. 4.89 “ πὰρ Χαρικλοῦς καὶ Φιλύρας” P. 4.103 “ λαγέτᾳ Αἰόλῳ καὶ παισὶ” P. 4.108Ἄδματος καὶ Μέλαμπος P. 4.126
ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι P. 4.190
ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον θέναρ P. 4.206
ἄροτρον καὶ βόας P. 4.225
Κυράνα καὶ τὸ κλεεννότατον μέγαρον Βάττου P. 4.280
πεδίον καὶ πατρωίαν πόλιν P. 5.53
ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ P. 5.64
νικαφόροις ἐν ἀέθλοις καὶ θοαῖς ἐν μάχαις P. 8.26
γείτων καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν P. 8.58
λαμπρὸν φέγγος καὶ μείλιχος αἰών P. 8.97
“ θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασιν” P. 9.30 “ τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθους” P. 9.45 “ ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς” P. 9.47 ὥραισι καὶ Γαίᾳ” P. 9.60 “ νέκταρ καὶ ἀμβροσίαν” P. 9.63 “ Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων' Ἀγρέα καὶ Νόμιον” P. 9.64—5.οἱ καὶ Ζηνὶ P. 9.84
νιν καὶ Ἰφικλέα P. 9.88
δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους P. 9.124
πόνων δὲ καὶ μαχᾶν ἄτερ P. 10.42
χαλκοῦ θαμὰ καὶ δονάκων P. 12.25
οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61
Ἰάσον' καὶ ἔπειτεν Ἀσκλαπιόν N. 3.54
τάνδε νᾶσον καὶ σεμνὸν Θεάριον N. 3.69
δῶρα καὶ κράτος N. 4.68
ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας καὶ ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων N. 5.7
υἱοὶ καὶ βία Φώκου N. 5.12
ἀοιδαὶ καὶ λόγοι N. 6.30
αὐχένα καὶ σθένος (v. Dornseiff, Stil, 26) N. 7.73χειρὶ καὶ βουλαῖς N. 8.8
Δείνιος δισσῶν σταδίων καὶ πατρὸς Μέγα Νεμεαῖον ἄγαλμα N. 8.16
ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν N. 9.4
φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα καὶ δεινὰν στάσιν N. 9.13
χερσὶ καὶ ψυχᾷ N. 9.39
Κάστορος καὶ κασιγνήτου Πολυδεύκεος N. 10.50
Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ N. 10.53
Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας N. 11.2
λύρα καὶ ἀοιδά N. 11.7
πάλᾳ καὶμεγαυχεῖ παγκρατίῳ N. 11.21
ἐν Πυθῶνι καὶ Ὀλυμπίᾳ N. 11.23
παρὰ Κασταλίᾳ καὶ παρ' εὐδένδρῳ ὄχθῳ Κρόνου N. 11.25
πολιατᾶν καὶ ξένων I. 1.51
Ὀγχηστὸν καὶ γέφυραν I. 4.20
χρυσέων οἴκων ἄναξ καὶ γαμβρὸς Ἥρας I. 4.60
δαῖτα καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν I. 4.62
νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ;ἅρμασιν ἵπποι I. 5.5
ἑσπόμενοι Ἡρακλῆι πρότερον καὶ σὺν Ἀτρείδαις I. 5.38
Ἕκτορα καὶ στράταρχον Μέμνονα I. 5.40
Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.27
Μερόπων ἔθνεα καὶ τὸν βουβόταν Ἀλκυονῆ I. 6.32
“χθόνα καὶ στρατὸν ἀθρόον Pae. 4.42
ἐμὰν ματέραλιπόντες καὶ ὅλον οἶκον Pae. 4.45
στεφάνων καὶ θαλιᾶν Pae. 6.14
νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο καὶ κορυφαῖσινἵζων Pae. 6.93
ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν Pae. 6.131
Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας] Pae. 8.66
Κάδμου στρατὸν καὶ Ζεάθου πόλιν (Π: ἂν pro καὶ coni. Wil. metr. gr.) Πα... φυγόντα νιν καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας[ Δ. 1. 1. ἐπ' Αἰολάδᾳ καὶ γένει (G-H: τε καὶ Π.) Παρθ. 1. 13. ὦ Πάν, Ἀρκαδίας μεδέων καὶ σεμνῶν ἀδύτων φύλαξ fr. 95. 2. θυμὸν καὶ φωνὰν fr. 124d. βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ ἄνδρες fr. 133. 4. ]ἀοιδ[ὰν κ]αὶ ἁρμονίαν fr. 140b. 2. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6. τιμαὶ καὶ στέφανοι fr. 221. 2. Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος fr. 243.b two adjs.ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος O. 6.55
πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις O. 7.63
ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ O. 9.28
ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς O. 9.94
[ ἀκρόσοφον δὲ καὶ αἰχματὰν (v. l. τε καὶ) O. 11.19]κλυτὰν καὶ ὀνυμαστάν P. 1.38
πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας χθονὸς P. 9.7
εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς P. 10.22
γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν N. 7.101
ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος Pae. 4.27
esp., two numerals,πρώτοις καὶ τερτάτοις O. 8.46
ἑβδόμᾳ καὶ σὺν δεκάτᾳ γενεᾷ P. 4.10
τεσσαράκοντα καὶὀκτὼ παρθένοισι P. 9.113
τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας fr. 135.c two participles.ἐξαρκέων κτεάτεσσι καὶ εὐλογίαν προστιθείς O. 5.24
ἀποπέμπων καὶ ἐποψόμενος O. 8.52
δεξάμενον καὶ δαίσαντα N. 1.71
θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη καὶ γᾶν ἐπιεσσόμενος N. 11.16
cf. O. 6.20d two infinitives. “ μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν” P. 4.166 “ χέρα οἱ προσενεγκεῖν ἦρα καὶ ἐκ λεχέων κεῖραι μελιαδέα ποίαν;” P. 9.37.ἐπαινεῖσθαι χρεών, καὶ μελιζέμεν N. 11.18
κελαδῆσαι καὶ προσειπεῖν I. 1.55
e two pronouns. “ ἐμὲ καὶ σὲ” P. 4.141ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων P. 5.55
εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι P. 7.21
f two adverbs.πολὺ καὶ πολλᾷ O. 8.23
3 in enumeration.a A καὶ B καὶ C ( καί...)λτ;γτ;άνθον ἤπειγεν καὶ Ἀμαζόνας εὐίππους καὶ ἐς Ἴστρον ἐλαύνων O. 8.47
νόστον ἔχθιστον καὶ ἀτιμότεραν γλῶσσαν καὶ ἐπίκρυφον οἶμον O. 8.69
πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν καὶ μέγαρον O. 13.62
γυναικεῖον στρατὸν καὶ Χίμαιραν καὶ Σολύμους ἔπεφνεν O. 13.90
Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε καὶ Μέροπας καὶ τὸν μέγαν Ἀλκυονῆ N. 4.25
—7.χαλκὸν ὅν τε Κλείτωρ καὶ Τεγέα καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες καὶ Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ N. 10.47
—8.ἐξικέσθαν καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως καὶ πάθον N. 10.64
ἐπῇεν καὶ ἔστα καὶ μυχοὺς διζάσατο fr. 51a. 3. τὸ δ' οἴκοθεν ἄστυ κα[ὶ ] καὶ συγγένεἰ Πα.. 32. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι Ἀθᾶναι fr. 76. 1. φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν καὶ λιβάνῳ σκιαρὰν καὶ χρυσοκάρποισιν βέβριθε λτ;δενδρέοιςγτ; καὶ τοὶ μὲν Θρ.. 3. ἔνθα βουλαὶ γερόντων καὶ νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί, καὶ χοροὶ καὶ Μοῖσα καὶ Ἀγλαία fr. 199.b A καὶ B C τε ( καί...)Λύκιε καὶ Δάλοἰ ἀνάσσων, Φοῖβε, Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων P. 1.39
καὶ σοφοὶ καὶ χερσὶ βιαταὶ περίγλωσσοί τ' ἔφυν P. 1.42
Ἰόλαον καὶ Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες P. 11.61
ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν καὶ τὸ θαητὸν δέμας ἀτρεμίαν τε σύγγονον N. 11.12
τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον καὶ λεβήτεσσιν φιάλαισί τε χρυσοῦ I. 1.18
πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ P. 8.99
—100.4 καί καί, both — andκαὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90
καὶ ἀγάνορος ἵππου θᾶσσον καὶ ναὸς ὑποπτέρου O. 9.23
καὶ λογίοις καὶ ἀοιδοῖς P. 1.94
“ ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος” P. 4.152κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια N. 7.53
καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων καὶ τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I. 1.7
καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς I. 1.41
μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους I. 6.23
εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 1. with irregular coordination,καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κούφαν κτίσιν O. 13.83
καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον (sc. ἐκράτησε) N. 10.26 in comparison,πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.67
5 with intensifying force.οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος ἄγαν, καὶ μέγαν ὅρκον ὀμόσσαις, τοῦτό γέ οἱ μαρτυρήσω O. 6.20
τέκεν γόνον ὑπερφίαλον μόνα καὶ μόνον P. 2.43
“τοῦτον ἄεθλον ἑκὼν τέλεσον· καί τοι μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν ὄμνυμι προήσειν” conditional parataxis P. 4.1656 v. E infra for exx. of καὶ irregularly placed. B copulative, combined with τε, where τε is superfluous.1Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις O. 1.18
τρεῖς τε καὶ δέκ' ἄνδρας O. 1.79
ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16
εὐθυμιᾶν τε μέτα καὶ πόνων O. 2.34
πλοῦτόν τε καὶ χάριν ἄγων O. 2.10
τῶν τε καὶ τῶν καιρὸν O. 2.53
Πηλεύς τε καὶ Κάδμος O. 2.78
ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ διφρηλασίας O. 3.37
αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους O. 6.14
Συρακοσσᾶν τε καὶ Ὀρτυγίας O. 6.93
Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι O. 7.55
μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ καὶ κρίσις O. 7.80
αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88
μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι O. 9.65
τά λτ;τεγτ; τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα (supp. Hermann, met. gr.: om. codd., Schr.) O. 14.5γᾶν τε καὶ πόντον κατ' ἀμαιμάκετον P. 1.14
κτεάτεσσί τε καὶ περὶ τιμᾷ P. 2.59
“ παῖδες ὑπερθύμων τε φωτῶν καὶ θεῶν” P. 4.13 “ Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ Σαλμωνεῖ” P. 4.142ἀνέρες ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ' ἄκρας Ταινάρου P. 4.174
θεός τέ οἱ τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν καὶ τὸ λοιπὸν P. 5.117
βουλᾶν τε καὶ πολέμων P. 8.3
ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς P. 8.6
λύρᾳ τε καὶ φθέγματι μαλθακῷ P. 8.31
πολλάν τε καὶ ἡσύχιον εἰρήναν P. 9.22
“ ἔν τε θεοῖς κἀνθρώποις” P. 9.40τόλμᾳ τε καὶ σθένει P. 10.24
εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει P. 11.45
τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες N. 1.30
εὖ τε παθεῖν καὶ ἀκοῦσαι N. 1.32
λῆμά τε καὶ δύναμιν N. 1.57
Ἄρτεμίς τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα N. 3.50
Κλεωναίου τ' ἀπ ἀγῶνος καὶ λιπαρῶν εὐωνύμων ἀπ Ἀθανᾶν N. 4.18
Οἰνώνᾳ τε καὶ Κύπρῳ N. 4.46
εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν N. 5.9
ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας N. 6.48
σέ τ' καὶ Πολυτιμίδαν N. 6.62
χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον N. 6.66
φίλιπποί τ' αὐτόθι καὶ κτεάνων ψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32
γνώτ' ἀείδω θεῷ τε καὶ ὅστις ἁμιλλᾶται N. 10.31
Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Τυνδαρίδαις N. 10.38
Κορίνθου τ' ἐν μυχοῖς, καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν τετράκις (loc. susp.) N. 10.42θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον N. 10.83
ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας I. 1.29
κτεάνων θ' ἅμα λειφθεὶς καὶ φίλων I. 2.11
τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ I. 4.51
γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ I. 4.55
Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει I.5. 52.δαπάνᾳ τε χαρεὶς καὶ πόνῳ I. 6.10
ἀγλαοὶ παῖδές τε καὶ μάτρως I. 6.62
Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ I. 9.2
ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος fr. 2. 1. γᾶν τε καὶ θάλασσαν fr. 51a. 2.γαῖαν ἀμπελόεσσάν τε καὶ εὔκαρπον Pae. 2.25
τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον Pae. 2.51
Χαρίτεσσίν τε καὶ Ἀφροδίτᾳ Pae. 6.4
ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων Pae. 6.132
μαντευμάτων τε θεσπεσίων δοτῆρα καὶ τελεσσιε[πῆ] θεοῦ ἄδυτον Pae. 7.2
σέ τε καὶ ῥαδ[ Πα. 7. d. 2.τά τ' ἐόντα τε κα[ὶ ] πρόσθεν γεγενημένα Pae. 8.83
ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν (Blass: πτανὸν ἀνδράσι codd. Dion. Hal.)Πα... Ἐλείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.17
τ]ριπόδεσσί τε καὶ θυσίαις fr. 59. 11. πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον Δ. 2. 2. βαθύζωνόν τε Λατὼ καὶ θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν fr. 89a. 2. Πειθώ τ' ἔναιεν καὶ Χάρις fr. 123. 14. Ἀπόλλωνί τε καὶ[ fr. 140b. 10. ] ραί τε καὶ υ[ fr. 215. 9. τόλμα τέ μιν ζαμενὴς καὶ σύνεσις fr. 231. emphasised, both — and, ξένον μή τιν' ἀμφότερα καλῶν τε ἴδριν ἅμα καὶ δύναμιν κυριώτερον ( ἀλλὰ coni. Hermann) O. 1.104ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι O. 6.17
ἀμφότερον δαπάναις τε καὶ πόνοις I. 1.42
once joining finite verbs,ἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων, καὶ τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον I. 1.19
—20. irregularly coordinated,ἄγοντι δέ με νῖκαι, ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων P. 7.18
συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἶμ' ἀπὸ Σπάρτας καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος N. 11.33
—6.οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς καὶ λιθίνοις ὁπότ' ἐν δίσκοις ἵεν I. 1.24
—5.ζώων τ' ἀπὸ καὶ θάνων I. 7.30
Κλεάνδρῳ τις ἀνεγειρέτω κῶμον, Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα, καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε I. 8.4
[ἀνατεί τε] καὶ ἀπριάτας ἔλασεν (H. J. Mette: ἀναιρεῖται καὶ codd. Aristidis contra metr.) fr. 169. 8. explicative / appositional, ἐγγυάσομαι ὔμμιν, ὦ Μοῖσαι, φυγόξεινον στρατὸν μήδ' ἀπείρατον καλῶν ἀκρόσοφόν τε καὶ αἰχματὰν ἀφίξεσθαι ( δὲ καὶ v. l.) O. 11.19 Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 2. cf. P. 9.452 in enumeration.a A τε καὶ B Cτε φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν O. 3.8
“ μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ καὶ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημ' ἀγρούς τε πάντας” P. 4.148ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.101
—2.ἀλλά με Πυθώ τε καὶ τὸ Πελινναῖον ἀπύει Ἀλεύα τε παῖδες P. 10.4
ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν Δαρδάνων τε N. 3.60
—1.τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.9
Οὐλυμπίᾳ τε καὶ Ἰσθμοῖ Νεμέᾳ τε N. 4.75
κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι πόνων τ ἄπειροι fr. 143.b A τε καὶ B καὶ C ( καὶ...) “ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει, χὠπόσαι ψάμαθοι κλονέονται χὤ τι μέλλει, χὠπόθεν ἔσσεται, εὖ καθορᾷς” P. 9.45 ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισιν τε γλυκερὸν καὶ Διωνύσοιο καρπῷ καὶ κυλίκεσσιν Ἀθαναίαισι κέντρον fr. 124. 3. ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου fr. 136.c μέν τε καί, v.μέν τε O. 4.14
C emphatic, non-copulative, v. also D. 1. infra.1 καί means even.καὶ ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι O. 1.31
ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31
[ θαμὰ καὶ ( θαμάκι v. l.) O. 4.27]ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν O. 5.16
ὄφρα ἵκωμαι πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος O. 6.25
αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφόν O. 7.31
τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις O. 8.25
τράπε δὲ Κύκνεια μάχα καὶ ὑπέρβιον Ἡρακλέα O. 10.15
δάμασε καὶ κείνους. (Boeckh: κἀκείνους codd.) O. 10.30 ἤτοι καὶ τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12. 13.ἤτοι καὶ ὁ καρτερὸς ὁρμαίνων ἕλε Βελλεροφόντας O. 13.84
σὺν δὲ κείνῳ καί ποτ' Ἀμαζονίδων βάλλων γυναικεῖον στρατὸν O. 13.87
σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52
εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει P. 1.87
ἀλλὰ κέρδει καὶ σοφία δέδεται P. 3.54
ἔτραπεν καὶ κεῖνον (Boeckh: κἀκεῖνον codd.) P. 3.55ἐπὶ καὶ θανάτῳ P. 4.186
καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον P. 4.265
ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν δεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις P. 4.272
αὔξεται καὶ Μοῖσα δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279
κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λέοντες περὶ δείματι φύγον P. 5.57
κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν ἔννεπεν P. 9.95
ἔτι καὶ μᾶλλον P. 10.57
ἔμπα καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (Christ: καίπερ codd.) N. 4.36κεῖνος καὶ Τελαμῶνος δάψεν υἱὸν N. 8.23
ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν where καί emphasizesκάματον N. 8.50
ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι, καὶ πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51
ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27
καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει μοῖρα N. 11.42
τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι I. 1.2
ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων I. 4.31
ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15
ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.60
ἤτοι καὶ ἐγὼ σκόπελον ναίων Pae. 4.21
εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει, ἄνιππός εἰμι though Pae. 4.252 where καί means also.ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28
Μοῖρ' θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ ἐπί τι καὶ πῆμ ἄγει O. 2.37
ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος O. 7.45
Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.94
ἐοικότα γὰρ καὶ τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν (v. l. ἐν καὶ: κἀν Mosch.) P. 1.35Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι P. 1.58
ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ P. 2.36
ὅθεν φαμὶ καὶ δὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν P. 2.64
σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13
ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος P. 6.28
ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102
ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν P. 10.15
ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις P. 10.17
ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικεν N. 4.32
σὺν δὲ τὶν καὶ παῖς ὁ Θεαρίωνος ἀρετᾷ κλιθεὶς εὔδοξος ἀείδεται N. 7.7
ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι N. 8.32
“καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξ” N. 10.77ὁ πονήσαις δὲ νόῳ καὶ προμάθειαν φέρει I. 1.40
ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63
ἔτι καὶ Πυθῶθεν I. 1.65
κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ I. 4.44
ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι I. 5.54
πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον I. 7.51
ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν sc. as well as to men I. 8.59ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος I. 8.65
θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς καὶ χάριν ἀοιδᾷ φυτεύει fr. 141.3 emphatic, where neither of the two previous meanings seems applicable.a emphasizing subs., adj.καί πού τι καὶ βροτῶν φάτις O. 1.28
σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.2
φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας (others interpr. καὶ as copulative) I. 8.47ταῦτα καὶ μακάρων ἐμέμναντ' ἀγοραί I. 8.26
ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. ὁ δὲ κηλεῖται χορευοίσαισι κα[ὶ θη]ρῶν ἀγέλαις (supp. Housman) Δ. 2. 22. esp. subs. prop.,ἦλθε καὶ Γανυμήδης O. 1.44
ἀνταγόρευσεν καὶ Πελίας P. 4.156
ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον P. 9.79
λαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα N. 1.17
αἰνέω καὶ Πυθέαν I. 5.59
κώμαζ' ἔπειτεν ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ καὶ Στρεψιάδᾳ I. 7.21
other exx. under c. α. infra.b preceding demonstrative.εἶπεν καὶ τόδε P. 4.86
καὶτόδε συνθέμενος ῥῆμα P. 4.277
ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος N. 4.44
I relative.Ἄργει δ' ὅσσα καὶ ἐν Θήβαις O. 13.107
θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.50
οἶα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20
οἵτε καὶ P. 3.89
ἔνθα καὶ P. 4.253
ὃ καὶ P. 5.63
[ τῷ καὶ (codd.: καὶ del. Pauw.) P. 5.69]ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας P. 12.31
ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι N. 2.1
ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε N. 3.34
τᾷ καὶ Δαναοὶ πόνησαν N. 7.36
οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ἀμφεπόλησαν N. 8.6
ὅσπερ καὶ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ N. 8.18
πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12
ὅν τε καὶ κάρυκες ὡρᾶν ἀνέγνον I. 2.23
ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων πράθον I. 5.35
ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.23
ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε πεδίον I. 8.49
ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34.II demonstrative.τὸ καὶ ἀνδρὶ πάρεστι Συρακοσίῳ O. 6.17
τὸ καὶ κατεφάμιξεν O. 6.56
τῶ καὶ ἐγὼ καίπερ ἀχνύμενος θυμόν I. 8.5
τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον I. 8.61
cf. I. 8.26d with temporal adv.τότε καὶ φαυσίμβροτος δαίμων Ὑπεριονίδας O. 7.39
καὶ τότε γνοὺς P. 3.31
μετὰ καὶ νῦν P. 4.64
cf. I. 8.61καὶ νῦν N. 5.43
[ καὶ νῦν (v. l. καί νυν) N. 6.8] ἐνῆκεν καὶ ἔπειτ[ Παρθ. 2.. καὶ τότ' ἐγὼ fr. 168. 4. v. also νῦνe emphasizing prepositional phrases, cf. E infra.ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.47
“εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέω” P. 9.50πλεῖστα νικάσαντά δε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97
γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8
οἶαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2. 7.f with dependent infinitive phrase.γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν P. 6.53
πράσσει χρέος, αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων P. 9.105
ἐγὼ δ' ἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (sc. εὔχομαι) N. 8.384 in comparisons.aὡς εἰ καί, ὥτε καί. φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτόν ἀνδράσιν πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.7
ἀλλ' ὥτε παῖς, καὶ ὅταν O. 10.91
bοὕτω καί. ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται· οὕτω δὲ καὶ πίτνει χαμαί P. 8.93
καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει N. 11.42
cοἷος καί. ἤρατο τῶν ἀπεόντων· οἶα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20
τῶν ἀρειόνων ἐρώτων. οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν N. 8.6
d ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; O. 2.99ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται, καὶ ὅδ ἀνὴρ N. 2.3
, cf. P. 10.67 D in combination with other particles.1 δὲ καίa where καί means evenφύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαί P. 4.25
κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας P. 1.12
βία δὲ καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ P. 8.15
θανόντων δὲ καὶ φίλοι προδόται (Bergk: λόγοι φίλοι codd.) fr. 160.b where καί means alsoἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.14
δαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει O. 7.53
ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος O. 8.77
οἱ δ' Ἀρκάδες, οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.68
ἄλλαι δὲ δὔ χάρμαι, τὰ δὲ καὶ Νεμέας κατὰ κόλπον O. 9.87
τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ O. 13.55
τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26
μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.20
τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28
χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω, ῥαίνω δὲ καὶ ὕμνῳ bis. P. 8.56—7.πολλοὶ ἀριστῆες, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.
108.ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών N. 3.74
πρόφρων δὲ καὶ κείνοις ἄειδ' ἐν Παλίῳ Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.22
ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54
μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.43
ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων N. 10.20
ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι N. 10.25
τρὶς μὲν τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ N. 10.28
ἐν Ἰσθμῷ Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν I. 5.18
μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71
αἰνέων Μελέαγρον, αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε I. 7.32
κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1
διαγινώσκομαι μὲν γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων ἅλις Pae. 4.23
μνάσει δὲ καί τινα Pae. 14.35
τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷ διαστείβων fr. 221. 4. N. B. anaphora O. 9.68, P. 9.108, N. 10.28, I. 6.71, I. 7.32, I. 9.1c where καί is generally emphatic. τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα (= αὖ, Gr. Part., 305 P. 6.44 ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα and two are the victories that M. has I. 3.9 ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ Πειθώ τ ἔναιεν ( précisement van Groningen) fr. 123. 13. σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος αἴνησαν περισσῶς fr. 35b. where δὲ is separated fromκαί; εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι N. 7.89
2 combined with particles other particles than δέ. a. καί ῥα v. ῥα. b. καί νυν v. νυν. c. καὶ γάρ v. γάρ. d. καὶ μάν v. μά ν. e. καίτοι v. τοι f. καίπερ v. καίπερ [g. καί τε is not a genuine combination of particles, in spite of apparent exx. I. 2.19 coni., I. 2.23, I. 4.25—6, I. 7.32—3.] E position of καί: 1. the position of emphatic καὶ is sometimes between prep. and subs., cf. C. 3. e supra:ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28
ἐπὶ καὶ θανάτῳ P. 4.186
ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102
ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. cf. fr. 123. 13. This usage is irregularly applied to copulative καί:ἐν καὶ τελευτᾷ O. 7.26
θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις (Tricl.: ἔν τε, ἔν τε καὶ codd.) P. 10.58 πέσε δ (sc. κῦμ' Ἀίδα)ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντα N. 7.31
ζώων τ' ἀπὸ καὶ θανών I. 7.30
2 irregular position of καί. dub. exx.a copulative. ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν / καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων ( καί coni. Ahlwardt: τε codd.: ὀξ. σχ. καὶ δειν. coni. Wil.) N. 4.64 [ καὶ coni. Ahlwardt, τ codd. P. 10.69]b emphatic. δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσον κ' εἴποιμι Μελησίαν (Schr. e Σ: κεν codd.: κ add. Wil., om. codd: “nicht ein umgestelltes “und” sondern “auch” wie die Σ auch verstehen.” Wil.) N. 6.64 F in crasis.κἀσόφοις O. 3.45
κἀγοραὶ O. 12.5
χὠπόταν χὤταν P. 2.87
—8.κοὔ P. 4.151
τε κἀγαθῷ P. 8.100
κἀνθρώποις P. 9.40
χὠπόσαι χὤ τι χὠπόθεν P. 9.46
—8. καἴπερ (coni. Christ: καίπερ codd.) N. 4.36 κἀν (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25 εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις (Heyne: που κἐν, πα κ' ἐν codd.) I. 6.59 κεἴ fr. 4. κἀγχερριθ[ Πα. 22. i. 3. G fragg.καὶ θυόε[ντα Pae. 3.8
]καί ποτε[ Pae. 6.73
]σεκαι[ Πα. 7B. 2. ]καὶ χ[ Pae. 10.2
]καὶ χρυσο[ Pae. 10.10
καὶ τα[Πα. 13d. 8. ]τε καὶ ἁνίκα ναύλοχοι[ Pae. 18.9
]καί νιν ορει[ Πα. 22a. 1. ]αμα καὶ στρατιὰ[ Δ. 3. 11. ]τηρκαιε[ Δ. 4. d. 3. καὶ λιπαρῷ fr. 204. ] σκαιλυ[ fr. 215b. col. 2. 4. -
3 πειράω
πειράω, 1) im act., versuchen, sich bemühen, unternehmen, streben; πειρήσω, ὥς κ' ὔμμι κακὰς ἐπὶ Κῆρας ἰήλω, Od. 2, 316; so mit ὡς vrbdn Il. 4, 66. 71. 9, 181. 21, 459; τάχιστα πείρα, ὅπως κεν δὴ σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκηαι, Od. 4, 545; – c. inf., τῷ μὲν ἐγὼ πειρήσω ἀλαλκεῖν μ υίας, Il. 19, 30, wie 8, 8; Soph. ὃν δὴ σὺ πειρᾷς ἐκβαλεῖν, O. R. 399, vgl. O. C. 1278; Ar. Equ. 515; Her. 6, 84; – c. gen., einen Versuch an Einem machen, ihn auf die Probe stellen, μή μευ πειράτω, Il. 9, 345, versuche mich nicht zu überreden, 24, 433; auch im feindlichen Sinne, es im Kampfe mit Einem aufnehmen, vom Löwen gesagt μήλων πειρήσοντα, Il. 12, 301 Od. 6, 134; ἐπείρα εὐνᾶς, Pind. N. 5, 30; eben so πόλιος πειρᾶν, sich an eine Stadt machen u. versuchen, ob man sie einnehmen kann, Her. 6, 82; χωρίου, einen Versuch, Angriff auf einen Platz machen, Thuc. 1, 61, vgl. 4, 70; τῶν τειχῶν πειρᾶν, 7, 12; auch ἐπὶ κώμην, einen Angriff machen auf, 4, 43; Eur. vrbdt auch εἰ Χάριτες πειρῶσί με, Cycl. 577. – Auch versuchen zu verführen, in Versuchung führen, setzen, κόρην, γυναῖκα πειρᾶν, zur Unzucht zu verführen suchen, Ar. Pax 747; vgl. Piers. Moeris p. 310; Ruhnk. zu Tim. p. 210; so τὴν παιδίσκην Lys. 1, 12; Xen. Cyr. 5, 2, 28; Pol. 10, 26, 3; auch pass., Ἁρμόδιος πειραϑεὶς ὑπὸ Ἱππάρκου Thuc. 6, 54; γέγραφε πειρώμνόν τινα τῶν καλῶν, Plat. Phaedr. 227 c; – πειρᾶν τὴν ϑάλατταν, das Meer auf Seeräuberei versuchen, Seeräuberei betreiben, dafür führt Schneider Lys. 6, 19 an, wo jetzt ναυκληρίᾳ ἐπιϑέμενος τὴν ϑάλατταν ἔπλει steht und man ἐπηλᾶτο vermuthet hat. – Sp. vrbdn es auch c. acc. der Sache, versuchen, πάντα πειρῶσι, Plut. adv. Col. 26. – 2) Häufiger im med., fut. πειράσομαι, dor. πειρασοῠμαι, Ar. Ach. 708, aor. ἐπειρασάμην, ion. u. ep. ἐπειρησάμην, u. bei Hom. häufig, in Prosa seltener, ἐπειράϑην, ep. ἐπειρήϑην, versuchen, einen Versuch, eine Probe machen, sich bemühen, sich versuchen; – a) absol., ἀλλ' ἄγ' ἐγὼν αὐτὸς πειρήσομαι ἠδὲ ἴδωμαι, Od. 6, 126, ich will selbst versuchen und sehen, nämlich ob Menschen in der Nähe sind, Il. 2, 193. 5, 129. 8, 18; τρὶς γὰρ τῇ γ' ἐλϑόντες ἐπειρήσανϑ' οἱ ἄριστοι, 6, 435; περί τινος, um Etwas sich bemühen, um einen Kampfpreis, περὶ αὐτῆς πειρηϑήτω, 23, 553; εὖ δ' ἔξοισϑα πειραϑεῖσά που, Soph. El. 1236; u. in Prosa, πειρασόμεϑα δὲ καὶ ἐροῦμεν, Plat. Phil. 13 c. – b) c. inf., ἐπειρᾶτο Κρονίδης ἐρεϑιζέμεν Ἥρην, Il. 4, 5; πειρασόμεσϑα πῆμ' ἀποστρέψαι νόσου, Aesch. Ag. 824. 1622; ἀντιδρᾶν πειράσομαι, Soph. O. C. 963, öfter; πειρῶ ἀνορϑοῠν σῶμ' ἐμόν, Eur. Bacch. 364, öfter; Her. 6, 138. 8, 100. 108. 9, 33; πειραϑέντες καταλαβεῖν, Thuc. 2, 5; πειρῶμαι καὶ τοὺς ἄλλους πείϑειν, Plat. Conv. 212 b; Phaedr. 272 c u, oft; πειράσομαι ἐπιδεῖξαι Lys. 25, 7, u. sonst; selten in dieser Vrbdg der aor. med., wie Thuc. 4, 60; – auch das partic. steht, νέοι ϑάλποντες ἐπειρῶντο, Od. 21, 184, vgl. 4, 417, wo das partic. nur die Art, das Mittel des Versuchs andeutet; ἐπειρᾶτο ἐπιών, Her. 1, 77, vgl. 84; ἵνα μὴ πειρῴατο βιώμενοι, damit sie nicht Gewalt versuchten, 4, 139; so auch Plat. Theaet. 190 e; πειρασόμεϑα ἐλέγχοντες, Antiph. 2 γ 1. – c) mit folgdm indirectem Fragesatz, ὡς ὅτε τις τροχὸν κεραμεὺς πειρήσεται, αἴ κε ϑέῃσιν, Il. 18, 601; πειράσομαι, ἐὰν δύνωμαι τῶνδε σ' ἐκλῠσαι πόνων, Aesch. Prom. 325; u. oft in Prosa, πειρώμεϑα, εἰ ἄρα τι λέγεις, Plat. Phaed. 95 b, Folgde; πειρᾷ μου, εἰ μέμηνα, Luc. D. D. 8, 1. – d) am häufigsten c. gen. (dann gew. aor. med.), Einen auf die Probe stellen, um zu sehen, was man von ihm zu halten hat, ihn ausforschen, ausfragen, um seine Zuverlässigkeit, Wahrhaftigkeit u. dgl. zu erproben; πειρᾷ ἐμεῖο, γεραιέ, Il. 24, 390. 433; πόσιος, Od. 23, 181; ἀλόχου, 13, 336; Τρώων, Il. 19, 70. 20, 352, im Kampfe; Φαίηκες ἐπειρήσαντ' Ὀδυσῆος, Od. 8, 23, u. sonst; Tragg.; πειρᾶσϑέ μου γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος, Aesch. Ag. 1374; δαίμονος, 1648; Ch. 506; so auch Her. πειρώμεϑα τῆς Πελοποννήσο υ, wie im act., ἐπειρώατο κατὰ τὸ ἰσχυρὸν ἀλλήλων, 1, 76, wie πειρήσεσϑαι ἔμελλον ἀλλήλων, 2, 163; τί δεῖ ἡμᾶς πειρηϑῆναι ἀλλήλων; 4, 80 u. öfter, sich mit einander versuchen; πεπειραμένος Ἐράστου πλέονα ἢ σύ, da ich ihn besser kenne, als du, Plat. Ep. VI, 323 a, u. A.; oft bei sp. D., wie Ap. Rh. 3, 179. 185, ἀλλήλων ἀγανοῖς ἔπεσσι πείρηϑεν, 3, 1147; – aber auch c. gen. der Sache, seine Kraft versuchen, erproben, um zu erfahren, was man selbst vermag, σϑένεος, Il. 15, 359, χειρῶν καὶ σϑένεος, Od. 21, 282, ἥβης, Il. 23, 432; – ἔργου, sich an einer Arbeit veruchen, Od. 18, 369, ἀέϑλο υ, in einer Kampfübung sein Glück versuchen, Il. 23, 707. 753. 831 Od. 8, 100; παλαισμοσύνης, 8, 126; τόξου, νευρῆς, den Bogen, die Sehne versuchen, ob sie gut im ἔμελλον πειρήσεσϑαι, Geschosse, die sie bald versuchen sollten, d. i. deren tödtliche Gewalt sie bald aus eigener Erfahrung kennen lernen sollten; ähnl. Hes. πειρηϑῆναι ἔγχεος, Sc. 359, νηῶν, O. 662; πειρᾶτο μάχας, Pind. N. 1, 43, ἄϑλων, 9, 23, auch γνώμας, P. 4, 84; πειρωμένη τῶνδε τῶν ἔργων, Soph. El. 460; auch εἰ γῆς μὴ πεπείρασαι ξένης, frg. 516, von Einem, der noch nicht in der Fremde gewesen ist; κακῶν ἐλασσόνων πειρώμεναι πόλεις, Eur. Phoen. 1025; τῆς δίκης, 493; πειραϑέντες παντοίας Μούσης, Ar. Equ. 504; οὐ πεπειρημένοι πρότερον οἱ Αἰγύπτιοι Ἑλλήνων, Her. 4, 159; τῶν τειχῶν, Thuc. 2, 81, wie im act.; auch τῆς δουλείας πειρασάμενος, 5, 69; πείρασαι τοῠ ἐλέγχου οἷον ἐγὼ οἶμαι δεῖν εἶναι, Plat. Gorg. 474 a; πολλῶν κακῶν πεπειραμένοι, Lys. 5, 3; Folgende; πειραϑῆναι τοῦ πράγματος, Pol. 1, 20, 12, wie ὧν ἐπειράϑημεν Plat. Phaed. a. E.; ἁπάσης ὁδοῦ πεπειραμένος, Luc. Hermot. 46. – e) auch mit dem dat. der Sache, worin, womit man sich versucht, ἐγὼν ἔπεσιν πειρήσομαι, ich will einen Versuch machen mit Worten, Il. 2, 73, ἐγχείῃ, 5, 279, ποσί, sich mit den Füßen versuchen, d. i. an Schnelligkeit der Füße wetteifern, Od. 8, 120. 205; auch ἐν ἔντεσι, σὺν τεύχεσι πειρηϑῆναι, sich in der Waffenrüstung versuchen, in Waffen sein Glück versuchen, Il. 5, 220. 11, 386. 19, 384. 22, 381. – f) seltener c. acc., ἢ πρῶτ' ἐξερέοιτο ἕκαστά τε πειρήσαιτο, Od. 4, 119. 24, 238, ob er Jegliches ausforschte, wo einige alte Erklärer μυϑήσαιτο lesen wollten. – Ganz wie mit dem gen. vrbdt Pind. Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο, P. 2, 34. – Sp. πειρᾶσϑαί τι, Etwas versuchen, unternehmen, sich an Etwas machen.
-
4 μῆλον
μῆλον (A), τό,A sheep or goat,ἢ βοῦν ἠέ τι μῆλον Od.12.301
(cf. 299);μῆλον, ζατρεφέων αἰγῶν ὅς τις φαίνηται ἄριστος 14.105
; elsewh. Hom. uses the pl. (to distinguish the gender, an Adj. is added, ἄρσενα μ. rams, wethers, Od.9.438;ἔνορχα μ. Il.23.147
) to denote sheep or goats,ἔνθα δὲ πολλὰ μῆλ', ὄϊές τε καὶ αἶγες, ἰαύεσκον Od.9.184
;ὡς δὲ λέων μήλοισιν.. ἐπελθών, αἴγεσιν ἢ ὀΐεσσι Il.10.485
: generally, small cattle, opp.βόες, βόες καὶἴφια μ. 9.406
, cf. Hes.Op. 786, 795, etc.;μ. καὶ βοῶν ἀγέλας Pi.P.4.148
;μ. καὶ ποίμνας S.Aj. 1061
: abs., of sheep,ἄργυφα μ. Od.10.85
; ; of Europa's bull, Simon.28; so μυκηθμοῖσι καὶ βρυχήμασιν.. μήλων of herds, A.Fr. 158: generally, beasts, opp. men,γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις Pi.O.7.63
; esp. of sacrificial beasts, ib.80, A.Ag. 1057, etc.; also of beasts of chase, S.Fr. 1069:—Lyc.106 has metaplast.gen. pl. μηλάτων. (Not found in Prose, exc. Hdt. ap. Sch.Il.4.476. The [dialect] Dor. form is [full] μῆλον (not μᾶλον), Pi.P.4.148, 9.64, al.; also in pr. nn.,Εὔμηλος IG 12(3).540
([place name] Thera), etc.; [dialect] Boeot. [full] μεῖλον in Πισίμειλος ib.7.3193.12 (Orchom., iii B.C.), etc.: cf. OIr. mīl '(small) animal', Dutch maal 'young cow'.)-------------------------------------------A apple or (generally) any treefruit, Il.9.542, Od.7.120, Hes.Th. 215, 335 (whereas in Id.Op. only μῆλον (A) is found), Hdt.1.195, 2.92,7.41;χνοῦς ὥσπερ μήλοισιν ἐπήνθει Ar.Nu. 978
;χρύσια μ. Theoc.29.37
; μ. ἄγριον crab, Pyrus acerba, Dsc.1.115.4; μ. Ἀρμενιακόν apricot, Prunus armeniaca, Id.1.115.5, Gal.6.594 (μ. ἐαρινά PCair.Zen.33.13
(iii B.C.)); μ. Ἠπειρωτικόν roseapple, Dsc.1.115.4; μ. Κυδώνιον quince, Hp.Vict.2.55, Dsc.1.115.1, Gal.6.563, SIG1171.15 ([place name] Lebena); μ. Μηδικόν citron, Citrus medica, Dsc.1.115.5 (μ. κίτριον Gal.12.77
); μ. Περσικόν peach, Prunus persica, Id.6.592; τῶν Ποντικῶν ἐκείνων ἂ καλοῦσι μῆλα, of a kind of gourd, ib.563.II pl., metaph., of a girl's breasts, Ar.Lys. 155, Ec. 903, Theoc.27.50.2 cheeks, PPetr.3.p.2, al. (iii B.C.), AP9.556 (Zon.), Ruf.Onom.46, Luc. Im.6, Arch.Pap.4.271 (iii A.D.): in sg.,μ. ἀριστερόν BGU998.4
(ii B.C.), etc.: but in Theoc.14.38, τὰ σὰ δάκρυα μᾶλα ῥέοντι thy tears run like apples, i.e. big round tears and sweet withal.5 cups shaped like apples, IG11(2).161 B41, al. (Delos, iii B.C.). (Cf. Lat. mālum, perh. borrowed from Gr.) -
5 ἄριστος
ἄριστος (vgl. άρείων), superlat. zu ἀγαϑός, der Beste; bei Hom. bes. Bezeichnung der tapfersten Helden, der Vornehmen, Fürsten; οὕνεκ' ἄριστος ἔην Iliad. 2, 580; ἄνδρα ἄριστον 5, 839; φῶτες ἄριστοι 18, 230; λαὸν ἄριστον Od. 11, 500; πολὺ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι λαοί Iliad. 2, 577; ἄριστον Ἀχαιῶν 1, 244; Ἀργείων πάντας ἀρίστους 3, 19; δύ' ἀνέρε δήμου ἀρίστω 12, 447; ἕταρον, φαινομένων τὸν ἄριστον 10, 236; ἄριστος ἐνὶ Θρῄκεσσι τέτυκτο 6, 7; ὅσσοι ἄριστοι ἐνὶ στρατῷ εὐχόμεϑ' εἶναι 15, 296; verstärkt durch μέγα, πολλόν, ὄχα, ἔξοχα: ὃς μέγ' ἄριστος Ἀχαιῶν εὔχεται εἶναι 2, 82; πολλὸν ἄριστος ἀνήρ Od. 15, 521; τίς τ' ἂρ τῶν ὄχ' ἄριστος ἔην Iliad. 2, 761; δύο δ' ἀνέρες ἔξοχ' ἄριστοι 20, 158; mit dat.: ἀρετῇ δ' ἔσαν ἔξοχ' ἄριστοι Od. 4, 629; οἱ γὰρ μνηστήρων ἀρετῇ ἔσαν ἔξοχ' ἄριστοι 22, 244; ἄριστος Ἀχαιῶν τοξοσύνῃ, ἀγαϑὸς δὲ καὶ ἐν σταδίῃ ὑσμίνῃ Iliad. 13, 313; ὅσσον δυνάμει τε καὶ ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος 23, 891; υἱέας αὖ πινυτούς τε καὶ ἔγχεσιν εἶναι ἀρίστους Od. 4, 211 ποσὶ κραιπνῶς ϑέομεν καὶ νηυσὶν ἄριστοι 8, 247; βουλῇ μετὰ πάντας ὁμήλικας ἔπλευ ἄριστος Iliad. 9, 54; βροτῶν ὄχ' ἄριστος ἁπάντων βουλῇ καὶ μύϑοισιν Od. 13, 297; mit acc.: νεῖκος ἄριστε, v. l. νείκει, Iliad. 23, 483; εἶδος ἄριστε 3, 39; ἄριστος ἔην εἶδός τε δέμας τε τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ' ἀμύμονα Πηλείωνα Od. 11, 469; mit inf.: τῶν δὲ ϑέειν ὄχ' ἄριστος ἔην Κλυτόνηος Od. 8, 123; οὕνεκ' ἄριστοι πᾶσαν ἐπ' ἰϑύν ἐστε μάχεσϑαί τε φρονέειν τε Iliad. 6, 78; von den Göttern : Ζηνὸς τοῦ ἀρίστου Iliad. 14, 213; Ζεύς, ϑεῶν ὕπατος καὶ ἄριστος 19, 258; φησὶν γὰρ ἐν ἀϑανάτοισι ϑεοῖσιν κάρτεΐ τε σϑένεΐτε διακριδὸν εἶναι ἄριστος 15, 108; Ζεύς, τόν περ ἄριστον ἀνδρῶν ἠδὲ ϑεῶν φασ' ἔμμεναι 19, 95; den Poseidon nennt Zeus πρεσβύτατον καὶ ἄριστον Od. 13, 142; ἄριστοι ἀϑανάτων Iliad. 20, 122; ϑεάων ἀρίστη, Hera, 18, 364; ἄριστοι μάρτυροι, die Götter, 22, 254; ἱερῆας ἀρίστους 9, 575; Πολυφείδεα μάντιν Ἀπόλλων ϑῆκε βροτῶν ὄχ' ἄριστον Od. 15, 253; οἰωνοπόλων ὄχ' ἄριστος Iliad. 1, 69; σὺν ἀνδράσιν οἳ τότ' ἄριστοι ἦσαν ἐνὶ Τροίῃ τέκτονες ἄνδρες 6, 314; σκυτοτόμων ὄχ' ἄριστος Iliad. 7, 221; Φαιήκων βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι Od. 8, 250; χοροιτυπίῃσιν ἄριστοι Iliad. 24, 261; von Weibern: γυναικῶν εἶδος ἀρίστη Od. 7, 57; ϑυγατρῶν εἶδος ἀρίστην Iliad. 6, 252; ἑπτὰ ἔξοχ' ἀρίστας, κούρας, 9, 638; δμωάων ἥ τίς τοι ἀρίστη φαίνεται εἶναι Od. 15, 25; von Thieren: ἵπποι μέγ' ἄρισται ἔσαν Φηρητιάδαο Iliad. 2, 763; ἄριστοι ἴππων 5, 266; συῶν τὸν ἄριστον Od. 14, 108; σιάλων τὸν ἄριστον ἁπάντων 14, 19; τρεῖς σιάλους, οἳ ἔσαν μετὰ πᾶσιν ἄριστοι 20, 163; ἀρνειός, μήλων ὄχ' ἄριστος ἁπάντων 9, 432; αἰγῶν ὅς τις φαίνηται ἄριστος 14, 106; βοῦν, ἥ τις ἀρίστη Iliad. 17, 62; von andern Sachen: τῇ δή οἱ ἐείσατο χῶρος ἄριστος Od. 5, 442; τεύχε' ἄριστα Iliad. 15, 616; ἀ σπίδες ὅσσαι ἄρισται ἐνὶ στρατῷ ἠδὲ μέγισται 14, 371; νῆα, ἥ τις ἀρίστη Od. 1, 280; εἰδήσεις ὅσσον ἄρισται νῆες ἐμαί 7, 327; χηλόν, ἥ τις ἀρίστη 8, 424; ἀρίστην βουλήν Iliad. 9, 74; μῆτιν ἀρίστην 17, 634; εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσϑαι περὶ πάτρης 12, 243; τόδε μέγ' ἄριστον' ἔρεξεν 2, 274; ὃ γάρ κ' ὄχ' ἄριστον ἁπάντων εἴη 12, 344; δοκέει δέ μοι εἶναι ἄριστον Od. 5, 360; ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα Iliad. 9, 103; ὅπως ὄχ' ἄριστα μετ' ἀμφοτέροισι γένηται 3, 110; ἦ σοῐ ἄριστα πεποίηται κατὰ οἶκον πρὸς Τρώων 6, 56. Statt ὁ ἄριστος öfters ὤριστος, z. B. ἀνὴρ ὤριστος Iliad. 11, 288; ϑεῶν ὤριστος 13, 154; λοῖσϑος ἀνὴρ ὤριστος ἐλαύνει ἴππους 23, 536; οὐ μέν μοι δοκέεις ὁ κάκιστος Ἀχαιῶν ἔμμεναι, ἀλλ' ὤριστος: Od. 17, 416. Bei Art. oft sittliche Vorzüge; doch nicht sel-ten tapfer, Plat.; Xen.; ὦ ἄριστε, eine häufige Anrede bei Plat.
-
6 δια
I.(1) через, сквозь(διὰ θώρηκος Hom.; διὰ τοῦ ὀρόφου Xen.; διὰ τοῦ ὕδατος Plat.)
δι΄ ὄμματος λείβων δάκρυον Soph. — проливая слезы из глаз;αἱ αἰσθήσεις αἱ διὰ τῶν ῥινῶν Plat. — обонятельные ощущения;τὰ διὰ στόματος ἡδέα Xen. — вкусовые наслаждения;διὰ τύχης τοιᾶσδ΄ ἰών Soph. — оказавшись в таком положении(2) через, по(διὰ πεδίοιο Hom.; διὰ θαλάσσας Pind. - ср. 8; ὅ Ἴστρος ῥέει δι΄ οἰκευμένης Her.)
θόρυβος διὰ τῶν τάξεων ἰών Xen. — шум, проносящийся по рядам;τὸ διὰ πασῶν (sc. χορδῶν) муз. Plat., Arst.; — октава (досл. через все струны)(3) через, на расстоянииδι΄ ἄλλων εἴκοσι σταδίων Her. — еще через двадцать стадиев;
διὰ πολλοῦ Thuc. — на большом расстоянии;δι΄ ἐγγυτάτου Thuc. — с ближайшего расстояния, перен. ближайшим образом, непосредственно;διὰ τριήκοντα δόμων πλίνθου Her. — через каждые тридцать рядов кирпичной кладки(4) через, по прошествииδιὰ χρόνου Plat., Xen.; — по истечении некоторого времени;
διὰ χρόνου πολλοῦ Her., διὰ πολλοῦ χρόνου Arph., διὰ μακρῶν χρόνων Plat. или διὰ μακροῦ Luc. — спустя долгое время;δι΄ ἐνιαυτοῦ или δι΄ ἔτους Xen. — ежегодно;διὰ τρίτης (sc. ἡμέρας) Arst. — по истечении трех дней(5) в течение, в продолжениеδι΄ (ὅλης) τῆς νυκτός Her., Xen.; — в течение (всей) ночи;
διὰ παντός Aesch. и διὰ τέλους Lys. (ср. 9) — навсегда:διὰ (παντὸς) βόυ Plat., Arst., Plut.; — в течение (всей) жизни;ἡμεῖς διὰ προγόνων Polyb. — мы и все наши предки(6) между, среди(διὰ μήλων κεῖσθαι Hom.)
διὰ πολλῶν τε καὴ δεινῶν πραγμάτων σεσωσμένοι Xen. — спасшись от множества опасностей(7) (пре)выше, сверх(τιμᾶν δι΄ ἀνθρώπων τινά Pind.)
εὐδοκιμέων διὰ πάντων Her. — прославившийся больше всех;διὰ πάντων τελεσιουργός Plut. — в высшей степени успешный(8) вдоль(διὰ τοῦ λόφου Xen.)
ἥ χηλέ διὰ τῆς θαλάσσης Thuc. — дамба, идущая вдоль морского берега (ср. 2)(9) вплоть доδιὰ τέλους τὸ πᾶν Aesch. — все до конца;
ταὐτὰ ἀκηκοότες καὴ ἀκούοντες διὰ τέλους Xen. — слышавшие и до сих пор слышащие то же самое (ср. 5)(10) посредством, с помощьюδιὰ χειρῶν (χερῶν) или διὰ χειρός Soph., Arst., Plut.; — руками или в руках;
διὰ στόματος ἔχειν τινά Xen., Plut.; — постоянно говорить о ком-л.;διὰ μνημης ἔχειν Luc. — хранить в памяти, помнить;λέγοντες δι΄ ἀγγέλων Her. — уведомив через гонцов;δι΄ ἑρμηνέως Xen. — через переводчика;διὰ βασιλέων πεφυκώς Xen. — потомок царей;δι΄ ἑαυτοῦ Xen., Dem.; — собственными средствами, самостоятельно;τὰ γεγραμμένα διὰ τέχνης Arst. — произведения живописи, рисунки, картины;διὰ τριῶν τρόπων Arst. — тремя способами, трояко(11) ( при указании на материал) изδι΄ ἐλέφαντος καὴ χρυσοῦ Diod. — из слоновой кости и золота;
δι΄ ἀλφίτου καὴ σπονδῆς πεποιημέναι θυσίαι Plut. — жертвоприношения из ячменя и возлияний(12) из-за, ради(13) из-за, вследствие, по причине(πεσεῖν ἀλλοτρίας διὰ γυναικός Aesch.)
δι΄ ὧνπερ ὤλετο Soph. — (руки), от которых он погиб(14) в состоянии (часто перев. наречием или глагольным оборотом)διὰ μέθης Plat. — в состоянии опьянения;
δι΄ ὀργῆς Soph. — в гневе:δι΄ ἡσυχίης Her. — в покое;δι΄ ἀκριβείας Plat., Arst.; — старательно, тщательно;διὰ παντὸς πολέμου ἰέναι τινί Xen. — объявить кому-л. беспощадную пойну;διὰ μάχης ἐλθεῖν τινι Eur. — вступить в бой с кем-л.;διὰ λόγων τινὴ ξυγγίγνεσθαι Plat. — вступать в беседу с кем-л.;διὰ γλώσσης ἰέναι Eur. — говорить, рассказывать;διὰ οὐδενὸς ποιεῖσθαί τι Soph. — не придавать никакого значения чему-л., ни во что не ставить;δι΄ αἰτάς ἔχειν τινά Thuc. — обвинять кого-л.;δι΄ αἰδοῦς ὄμμα ἔχειν Eur. — стыдливо потупить взгляд;διὰ τάχους Soph. и διὰ ταχέων Xen., Arst.; — поспешно;διὰ βραχέων Isocr. — кратко, сжато;διὰ μακρῶν Plat. — пространно;διὰ μιᾶς γνώμης Isocr. — единодушно;διὰ δικαιοσύνης ἰέναι Plat. — блюсти справедливость;δι΄ οἴκτου λαβεῖν τι Eur. — сжалиться над чем-л.(1) через, сквозь(2) через, по(ἐπὴ χθόνα καὴ διὰ πόντον Pind.; διὰ κῦμα ἅλιον Aesch. и διὰ πόντιον κῦμα Eur.)
(3) через, поперек(διὰ τάφρον ἐλαύνειν Hom.)
(4) вдоль(ἐν σπηεσσι δι΄ ἄκριας Hom.)
(5) в течение, в продолжение(διὰ νύκτα Hom.)
(6) через, посредством, при помощи(νικῆσαι δι΄ Ἀθηνην Hom.; σώζεσθαι διά τινα Xen.; διά τινα βελτίονα γενέσθαι Plat.)
(7) вследствие, по причине, из-за(Ἀθηναίης διὰ βουλάς Hom.)
δι΄ ἀφραδίας Hom. — по неразумию;δι΄ ἔνδειαν Xen. — из нужды;διὰ τί ; Plat. — почему?, отчего?;διὰ πολλά Xen. — в силу многих обстоятельств;διὰ τύχην καὴ διὰ τὸ αὐτόματον Arst. — случайно и самопроизвольно;τὸ διὰ τί (= τὸ αἴτιον) Arst. — действующая причина;δι΄ ἐπιορκίαν Arst. — из боязни нарушить клятву;εἰ μέ διὰ τἠν ἐκείνου μέλλησιν Thuc. — если бы не его медлительность;εἰ μέ διὰ τὸν πρύτανιν Plat. — если бы не вмешался притан;εἰ μέ διὰ τούτους Dem. — если бы они не помешалиII.δῖα, δίαf к δῖος См. διος -
7 διά
διά, poet. [full] διαί ([dialect] Aeol. [full] ζά, q.v.), Prep. governing gen. and acc.— Rad. sense,A through; never anastroph. [Prop. δῐᾰ: but Hom. uses [pron. full] ῑ at the beginning of a line, Il.3.357, 4.135, al.: also ᾱ, metri gr., freq. in Hom., for which A. uses [full] διαί in lyr., Ag. 448, al.]A WITH GEN.I of Place or Space:1 of motion in a line, from one end to the other, right through, in Hom. freq. of the effect of weapons,διὰ μὲν ἀσπίδος ἦλθε.. ἔγχος καὶ διὰ θώρηκος.. Il. 3.357
; ;δι' ὤμου.. ἔγχος ἦλθεν 4.481
; in Prose,τιτρώσκειν διὰ τοῦ θώρακος X.An.1.8.26
; διὰ τοῦ ὀρόφου ἐφαίνετο πῦρ ib.7.4.16: also of persons, διὰ Σκαιῶν πεδίονδ' ἔχον ὠκέας ἵππους out through the Scaean gate, Il.3.263; δι' ἠέρος αἰθέρ' ἵκανεν quite through the lower air even to the ether, Il.14.288, cf. 2.458; διὰ Τρώων πέτετο straight through them, 13.755;δι' ὄμματος.. λείβων δάκρυον S.OC 1250
, etc.: also in Compos. with πρό and ἐκ, v. διαπρό, διέκ: in adverbial phrases, διὰ πασῶν (sc. χορδῶν), v. διαπασῶν: throughout,Th.
1.14; idly,Id.
4.126, etc. (cf.111.1.c).2 of motion through a space, but not in a line, throughout, ouer,ἑπόμεσθα διὰ πεδίοιο Il.11.754
;δι' ὄρεσφι 10.185
, al.; ὀδύνη διὰ χροὸς ἦλθε through all his frame, 11.398;τεῦχε βοὴν διὰ ἄστεος Od.10.118
;δι' ὁμίλου Il.6.226
, etc.;θορύβου διὰ τῶν τάξεων ἰόντος X.An.1.8.16
, cf. 2.4.26, etc.; later, in quoting an authority,ἱστορεῖ δ. τῆς δευτέρας
in the course of..,Ath.
10.438b.3 in the midst of, Il.9.468;κεῖτο τανυσσάμενος δ. μήλων Od.9.298
; between,δ. τῶν πλευρέων ταμόντα Hp.Morb.2.61
: hence, of pre-eminence,ἔπρεπε καὶ δ. πάντων Il.12.104
;τετίμακε δι' ἀνθρώπων Pi.I.4(3).37
;εὐδοκιμέοντι δ. πάντων Hdt.6.63
, cf. 1.25, etc.4 in Prose, sts. of extension, along,παρήκει δ. τῆσδε τῆς θαλάσσης ἡ ἀκτή Id.4.39
(but πέταται δ. θαλάσσας across the sea, Pi.N.6.48);λόφος, δι' οὗ τὸ σταύρωμα περιεβέβληντο X.HG7.4.22
.5 in Prose, of Intervals of Space, δ. τριήκοντα δόμων at intervals of thirty layers, i. e. after every thirtieth layer, Hdt.1.179; δ. δέκα ἐπάλξεων at every tenth battlement, Th.3.21; cf. infr. 11.3: of a single interval, δ. πέντε σταδίων at a distance of five stades, Hdt.7.30, cf. 198; δ. τοσούτου μᾶλλον ἢ δ. πολλῶν ἡμερῶν ὁδοῦ at so short a distance, etc., Th.2.29; δ. πολλοῦ at a great distance apart, Id.3.94;δ. πλείστου Id.2.97
;δι' ἐλάσσονος Id.3.51
;ὕδατα δ. μακροῦ ἀλόμενα Hp.
Aër.9, etc.II of Time,1 of duration from one end of a period to the other, throughout, δ. παντὸς [τοῦ χρόνου] Hdt.9.13;δι' ὅλου τοῦ αἰῶνος Th.1.70
;δι' αἰῶνος S.El. 1024
;δι' ἡμέρας ὅλης Ar. Pax 27
;δι' ὅλης τῆς νυκτός X.An.4.2.4
, etc.: without an Adj., δι' ἡμέρης all day long, Hdt.1.97;δ. νυκτός Th.2.4
, X.An.4.6.22 (but δ. νυκτός in the course of the night, by night, Act.Ap.5.19, PRyl.138.15 (i A. D.), etc.);δ. νυκτὸς καὶ ἡμέρας Pl.R. 343b
; δι' ἐνιαυτοῦ, δι' ἔτους, Ar.Fr.569.8, V. 1058;δ. βίου Pl.Smp. 183e
, etc.;δ. τέλους
from beginning to end,A.
Pr. 275, Pl.R. 519c, etc.: with Adjs. alone,δ. παντός
continually,A.
Ch. 862 (lyr.), etc.; δι' ὀλίγου for a short time, Th.1.77;δ. μακροῦ E.Hec. 320
;ὁ δ. μέσου χρόνος Hdt. 8.27
.2 of the interval which has passed between two points of Time, δ. χρόνου πολλοῦ or δ. πολλοῦ χρ. after a long time, Id.3.27, Ar.Pl. 1045;δ. μακρῶν χρόνων Pl.Ti. 22d
: without an Adj., δ. χρόνου after a time, S.Ph. 758, X.Cyr.1.4.28, etc.; δι' ἡμερῶν after several days, Ev.Marc.2.1; and with Adjs. alone,δι' ὀλίγου Th.5.14
;οὐ δ. μακροῦ Id.6.15
,91;δ. πολλοῦ Luc.Nigr.2
, etc.: with Numerals,δι' ἐτέων εἴκοσι Hdt.6.118
, cf. OGI56.38 (iii B. C.), etc.: but δ. τῆς ἑβδόμης till the seventh day, Luc.Hist.Conscr.21: also distributively, χρόνος δ. χρόνου προὔβαινε time after time, S.Ph. 285;ἄλλος δι' ἄλλου E.Andr. 1248
.3 of successive Intervals, δ. τρίτης ἡμέρης every other day, Hdt.2.37; δ. τρίτου ἔτεος ib.4, etc.; δ. πεντετηρίδος every four years (with inclusive reckoning), Id.3.97; δι' ἔτους πέμπτου, of the Olympic games, Ar.Pl. 584 (but δι' ἑνδεκάτου ἔτεος in the course of the eleventh year, Hdt.1.62).III causal, through, by,a of the Agent, δι' ἀλλέλων or -ου ἐπικηρυκεύεσθαι, ποιεῖσθαι, by the mouth of.., Id.1.69,6.4, cf. 1.113;δι' ἑρμηνέως λέγειν X.An.2.3.17
, etc.;τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Κυρίου δ. τοῦ προφήτου Ev.Matt.1.22
;δι' ἑκόντων ἀλλ' οὐ δ. βίας ποιεῖσθαι Pl.Phlb. 58b
; πεσόντ' ἀλλοτρίας διαὶ γυναικός by her doing, A.Ag. 448 (lyr.);ἐκ θεῶν γεγονὼς δ. βασιλέων πεφυκώς X.Cyr.7.2.24
; δι' ἑαυτοῦ ποιεῖν τι of oneself, not by another's agency, ib.1.1.4, etc.; but also, by oneself alone, unassisted, D.15.14, cf. 22.38.b of the Instrument or Means, δ. χειρῶν by hand (prop. by holding between the hands),δι' ὁσίων χ. θιγών S. OC 470
; also δ. χερῶν λαβεῖν, δ. χειρὸς ἔχειν in the hand, Id.Ant. 916, 1258 (but τὰ τῶν ξυμμάχων δ. χειρὸς ἔχειν to keep a firm hand on, Th.2.13);δ. στέρνων ἔχειν S.Ant. 639
;ἡ ἀκούουσα πηγὴ δι' ὤτων Id.OT 1387
;δ. στόματος ἔχειν X.Cyr.1.4.25
;δ. μνήμης ἔχειν Luc.Cat.9
;αἱ δ. τοῦ σώματος ἡδοναί X.Mem.1.5.6
; δ. λόγων συγγίγνεσθαι to hold intercourse by word, Pl.Plt. 272b;δ. λόγου ἀπαγγέλλειν Act.Ap.15.27
;δι' ἐπιστολῶν 2 Ep.Cor.10.9
, POxy. 1070.15 (iii A. D.).c of Manner (where διά with its Noun freq. serves as an Adv.),δ. μέθης ποιήσασθαι τὴν συνουσίαν Pl.Smp. 176e
; παίω δι' ὀργῆς through passion, in passion, S.OT 807; δ. τάχους, = ταχέως, Id.Aj. 822, Th.1.63 (but δ. ταχέων ib.80, al.); δ. σπουδῆς in haste, hastily, E.Ba. 212; δι' αἰδοῦς with reverence, respectfully, ib. 441; δ. ψευδῶν ἔπη lying words, Id.Hel. 309; αἱ δ. καρτερίας ἐπιμέλειαι long-continued exertions, X.Mem.2.1.20; δι' ἀκριβείας, δ. πάσης ἀκρ., Pl.Ti. 23d, Lg. 876c;δ. σιγῆς Id.Grg. 450c
;δ. ξυμφορῶν ἡ ξύμβασις ἐγένετο Th.6.10
;οὐ δι' αἰνιγμάτων, ἀλλ' ἐναργῶς γέγραπται Aeschin.3.121
;δι' αἵματος, οὐ δ. μέλανος τοὺς νόμους ὁ Δράκων ἔγραψεν Plu.Sol.17
: also with Adjs., δ. βραχέων, δ. μακρῶν τοὺς λόγους ποιεῖσθαι, Isoc.14.3, Pl.Grg. 449b; ἀποκρίνεσθαι δ. βραχυτάτων ibid. d; cf. infr. IV.2 in later Prose, of Material out of which a thing is made, ; ;βρώματα δ. μέλιτος καὶ γάλακτος γιγνόμενα Ath.14.646e
;οἶνος δ. βουνίου Dsc. 5.46
.IV διά τινος ἔχειν, εἶναι, γίγνεσθαι, to express conditions or states, ἀγὼν διὰ πάσης ἀγωνίης ἔχων extending through every kind of contest, Hdt.2.91;δι' ἡσυχίης εἶναι Id.1.206
; δι' ὄχλου εἶναι to be troublesome, Ar.Ec. 888;δ. φόβου εἶναι Th.6.59
;δι' ἀπεχθείας γίγνεσθαι X.Hier.9.2
; ἡ ἐπιμέλεια δ. χάριτος γίγνεται ibid.;δ. μιᾶς γνώμης γίγνεσθαι Isoc.4.138
.b with Verbs of motion, δ. μάχης ἐλεύσονται will engage in battle, Hdt.6.9;ἐλθεῖν Th.4.92
; δ. παντὸς πολέμου, δ. φιλίας ἰέναι τινί, X.An.3.2.8; δ. δίκης ἰέναι τινί go to law with.., S.Ant. 742, cf. Th.6.60;δ. τύχης ἰέναι S.OT 773
;δι' ὀργῆς ἥκειν Id.OC 905
; ἐμαυτῷ δ. λόγων ἀφικόμην I held converse with myself, E.Med. 872; δ. λόγων, δ. γλώσσης ἰέναι come to open speech, Id.Tr. 916, Supp. 112; δ. φιλημάτων ἰέναι come to kissing, Id.Andr. 416;δ. δικαιοσύνης ἰέναι καὶ σωφροσύνης Pl.Prt. 323a
, etc.; δ. πυρὸς ἰέναι (v. πῦρ): in pass. sense, δι' ἀπεχθείας ἐλθεῖν τινι to be hated by.., A.Pr. 121 (anap.).c with trans. Verbs, δι' αἰτίας ἔχειν or ἄγειν τινά hold in fault, Th.2.60, Ael.VH9.32;δι' ὀργῆς ἔχειν τινά Th.2.37
, etc.;δ. φυλακῆς ἔχειν τι Id.7.8
; δι' οἴκτου ἔχειν τινά, δι' αἰσχύνης ἔχειν τι, E.Hec. 851, IT 683;δ. πένθους τὸ γῆρας διάγειν X.Cyr.4.6.6
; .B WITH Acc.I of Place, only Poet., in same sense as διά c. gen.:1 through,ἓξ δὲ δ. πτύχας ἦλθε.. χαλκός Il.7.247
;ἤϊξε δ. δρυμὰ.. καὶ ὕλην 11.118
, cf. 23.122, etc.; δ. τάφρον ἐλαύνειν across it, 12.62;δ. δώματα ποιπνύοντα 1.600
;ἐπὶ χθόνα καὶ δ. πόντον βέβακεν Pi.I.4(3).41
;φεύγειν δ. κῦμ' ἅλιον A.Supp.14
(anap.).2 through, among, in,οἴκεον δι' ἄκριας Od.9.400
;ἄραβος δὲ δ. στόμα γίγνετ' ὀδόντων Il.10.375
(but μῦθον, ὃν.. δ. στόμα.. ἄγοιτο through his mouth, 14.91; soδ. στόμα ὄσσαν ἱεῖσαι Hes.Th.65
;ἀεὶ γὰρ ἡ γυνή σ' ἔχει δ. στόμα Ar.Lys. 855
);δ. κρατερὰς ὑσμίνας Hes.Th. 631
; (lyr.).II of Time, also Poet.,δ. νύκτα Il.2.57
, etc.; δ. γλυκὺν ὕπνον during sweet sleep, Mosch.4.91.III causal:1 of persons, thanks to, by aid of,νικῆσαι δ... Ἀθήνην Od.8.520
, cf. 13.121;δ. δμῳὰς.. εἷλον 19.154
; δ. σε by thy fault or service, S.OC 1129, Ar.Pl. 145, cf. 160, 170: in Prose, by reason of, on account of,δ' ἡμᾶς Th.1.41
, cf. X.An.7.6.33, D.18.249;οὐ δι' ἐμαυτόν And.1.144
; so εἰ μὴ διά τινα if it had not been for..,εἰ μὴ δι' ἄνδρας ἀγαθούς Lys.12.60
;Μιλτιάδην εἰς τὸ βάραθρον ἐμβαλεῖν ἐψηφίσαντο, καὶ εἰ μὴ δ. τὸν πρύτανιν ἐνέπεσεν ἄν Pl.Grg. 516e
, cf. D.19.74;εἰ μὴ δ. τὴν ἐκείνου μέλλησιν Th.2.18
, cf. Ar.V. 558;πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν γενέσθαι δι' Ὅμηρον Pi.N.7.21
.2 of things, to express the Cause, Occasion, or Purpose, δι' ἐμὴν ἰότητα because of my will, Il.15.41;Διὸς μεγάλου δ. βουλάς Od.8.82
; δι' ἀφραδίας for, through want of thought, 19.523;δι' ἀτασθαλίας 23.67
; δι' ἔνδειαν by reason of poverty, X. An.7.8.6; δ. καῦμα, δ. χειμῶνα, ib.1.7.6;δι' ἄγνοιαν καὶ ἀμαθίαν Pl. Prt. 360b
, etc.: freq. also with neut. Adjs., δ. τί; wherefore?; δ. τοῦτο, δ. ταῦτα on this account; δι' ὅ, δι' ἅ on which account; δ. πολλά for many reasons, etc.3 = ἕνεκα, to express Purpose, δἰ ἀχθηδόνα for the sake of vexing, Th.4.40, cf. 5.53; δ. τὴν τούτου σαφήνειαν with a view to clearing this up, Pl.R. 524c, cf. Arist.EN 1172b21; αὐτή δι' αὑτήν for its own sake, Pl.R. 367b, etc.C WITHOUT CASE as Adv. throughout, δ. πρό (v. supr. A.I.I);δ. δ' ἀμπερές Il.11.377
.D IN COMPOS.:I through, right through, of Space, διαβαίνω, διέχω, διιππεύω.II in different directions, as in διαπέμπω, διαφορέω; of separation, asunder, διαιρέω, διαλύω; of difference or disagreement, at variance, διαφωνέω, διαφέρω; or simply mutual relation, one with another, διαγωνίζομαι, διάδω, διαθέω, διαπίνω, διαφιλοτιμέομαι.III pre-eminence, διαπρέπω, διαφέρω.IV completion, to the end, utterly, διεργάζομαι, διαμάχομαι, διαπράττω, διαφθείρω: of Time, διαβιόω.V to add strength, thoroughly, out and out, διαγαληνίζω, etc.; cf. ζά.VI of mixture, between, partly, esp. in Adj., as διάλευκος, διάχρυσος, διάχλωρος, etc.VII of leaving an interval or breach, διαλείπω, διαναπαύω. (Cogn. with δύο, δίς.) -
8 καρπός
καρπός, ὁ (mit κάρφω zusammenhangend), 1) die Frucht; häufig durch Zusätze näher bestimmt, ἀρούρης, Feldfrucht, Getreide, Il. 6, 142, wie καρπὸν δ' ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα Hes. O. 117; ἐλαίας Pind. N. 10, 65, wie Aesch. Pers. 609; βύβλο υ Suppl. 772; γαίας καὶ βροτῶν Eum. 867; χρύσεον πετάλων ἄπο μηλοφόρων χερὶ καρπὸν ἀμέρξων Eur. Herc. Fur. 397; Δηοῦς, Getreide, Ar. Plut. 515; vom Weine, μελιηδής Il. 18, 568; Δήμ ητρος Xen. Hell. 6, 3, 6; ἀμπέλινος Her. 1, 212; Feldfrucht, im Ggstz von Wein, Ar. Eccl. 14 Nubb. 1119; δένδρων Plat. Prot. 321 b; τὸν τῶν πυρῶν καὶ κριϑῶν καρπόν Menex. 238 a; τοὺς ἐκ τῆς γῆς καρπο ύς Crat. 410 c; τὸν ἐπέτειον καρπόν (collectiv) ἀφαιρεῖσϑαι Rep. V, 470 b; Sp., ξύλινοι, σιτικοὶ καρποί, Strab. V, 240; – Fruchtkorn, Samen, Xen. Oec. 16, 11. – Auch die Erzeugnisse der Thierwelt, τοῖς καρποῖς τοῖς γιγνομένοις ἐκ τῶν ἀγελῶν Xen. Cyr. 1, 1, 2, wie die Wolle μήλων εὐανϑὴς κ. heißt, Opp. H. 2, 22; Sp. auch Kinder, Hesych. – Uebertr. auf Geistiges, Frucht, Nutzen, Vortheil, Erfolg, ἐπέων Pind. I. 7, 45, φρενός, φρενῶν, die Dichtkunst, des Geistes Frucht, Ol. 7, 8 P. 2, 74; ἥβας καρπός P. 9, 114; γλώσσης ματαίας μὴ 'κβάλῃς ἐπὶ χϑόνα καρπόν, von bösen Reden, Aesch. Eum. 795; εἰ καρπὸς ἔσται ϑεσφάτοισι Λοξίου, wenn sie Erfolg haben, in Erfüllung gehen, Spt. 600; οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῖς λόγοι Soph. frg. 717; δεινῶν ὀδυνῶν καρπός Eur. El. 1346; ποῖόν τινα οἴει τὴν ῥητορικὴν καρπὸν ὧν ἔσπειρε ϑερίζειν Plat. Phaedr. 260 c; ἀποτελεῖ καρπὸν τοῖς γεννήσασι πικρότατον Ep. VII, 336 b; Ertrag von einem Hause, Is. 5, 29; Sp., τῆς ν κης Hdn. 8, 3, 15. – 2) die Handwurzel, die Gegend um die Knöchel, durch welche die Hand mit dem Ellenbogen zusammenhängt, Il. 24, 671 Od. 24, 397 u. öfter; gew. faßt Einer den Andern an diesem Theile bei der Hand; χειρός Eur. Ion 1009, öfter. Vgl. Arist. H. A. 1, 15.
-
9 ἀμφί
ἀμφί A prep. I c. acc.1 of place.a beside, aroundπαίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.17
γλυκὺν ἀμφὶ κᾶπον P. 5.24
Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνειὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν P. 10.56
οὐδέ ποτε ξενίαν οὗρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.40
ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά fr. 187.b at, inθαυμαστὸς ἐὼν φάνη Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου O. 9.96
c met., over, in defence ofἁνίκ' ἀμφὶ Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν O. 9.31
2 of time. during, forλοιπὸν ἀμφὶ βίοτον O. 1.97
τὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον O. 2.30
τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτατα κρεῶν σέθεν διεδάσαντο (sign. dub.: during the last courses: others assume ἀμφί to be adverbial, or join it with τραπέζαις) O. 1.503 in the manner of, after ἀείδετο δὲπὰν τέμενος τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον O. 10.77
4 about, concerningκελαδέοντι μὲν ἀμφὶ Κινύραν πολλάκις φᾶμαι Κυπρίων P. 2.15
ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν ἀμφ ἕκαστον ὅσα νέομαι P. 8.69
εὐθὺς δ' ἀπήμων κραδία κᾶδος ἀμφ ἀλλότριον N. 1.54
ἢ ἀμφ' Ἰόλαον; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας;) I. 7.9 ]ν ἀμφὶ πόλιν φλεγε[ Pae. 18.4
II c. gen.1 about, concerningἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35
σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν ἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας εὗρεν θεόθεν O. 12.8
μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος N. 10.4
2 for the sake ofτᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σπουδὰν ἅπασαν P. 4.276
οἷοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν P. 9.105
ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον I. 8.66
III c. dat.1 besideἦ πολλ' ἀμφὶ κρουνοῖς ἔπαθεν O. 13.63
ἀμφὶ Παγγαίου θεμέθλοις ναιετάοντες P. 4.180
τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον ἀμφ ἀνδριάντι σχεδόν P. 5.40
κεῖνος ἀμφ' Ἀχέροντι ναιετάων N. 4.85
ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ N. 8.30
βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου N. 9.40
ἀμφί τε Παρνασσίαις πέτραις Pae. 2.97
2 round, onἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας O. 3.13
ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται O. 7.24
τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.39
φάρμακον πραὺ τείνων ἀμφὶ γένυι O. 13.85
δεξιτέρῳ μόνον ἀμφὶ ποδί P. 4.96
3 in respect of, in the field of, esp. of what is at stake.αἰεὶ δ' ἀμφ ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται πρὸς ἔργον O. 5.15
μήλων τε κνισσαέσσα πομπὰ καὶ κρίσις ἀμφ' ἀέθλοις O. 7.80
εὔχομαι ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ θέμεν O. 8.86
οἷον δ' ἐν Μαραθῶνι μένεν ἀγῶναπρεσβυτέρων ἀμφ' ἀργυρίδεσσιν O. 9.90
ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ O. 13.52
καὶ τὸ λοιπὸν ὁμοῖα διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν P. 5.119
ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν P. 6.42
ξυναῖσι δ' ἀμφ ἀρεταῖς τέταμαι P. 11.54
ὅσσα δ' ἀμφ ἀέθλοις Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται N. 2.17
πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας N. 6.14
χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν· τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα N. 8.42
ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρὸν I. 1.50
μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφ' ἀέθλοισιν I. 5.55
4 owing to “Πέργαμος ἀμφὶ τεαῖς, ἥρως, χερὸς ἐργασίαις ἁλίσκεται” O. 8.42κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν P. 1.12
ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80
τεὸν χρέος, ὦ παῖ, νεώτατον καλῶν, ἐμᾷ ποτανὸν ἀμφὶ μαχανᾷ P. 8.34
μάντιν τ' ὄλεσσε κόραν, ἐπεὶ ἀμφ Ἑλένᾳ πυρωθέντων Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος P. 11.33
σέο δ' ἀμφὶ τρόπῳ τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες (“ton caractère te permet d'employer l'une comme l'autre.” Puech.) N. 1.29τὸν γὰρ Ἴδας ἀμφὶ βουσίν πως χολωθεὶς N. 10.60
ἢ ἀμφὶ πυκναῖς Τειρεσίαο βουλαῖς; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας;) I. 7.8Ζεὺς ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ I. 8.27
πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν ἐσλοῖς τε γονεῦσιν ἀμφὶ προξενίαισι Παρθ. 2. 41.5 in honour ofἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν φόρμιγγἐλελίζων O. 9.13
ἀναβάσομαι στόλον ἀμφ' ἀρετᾷ κελαδέων P. 2.62
ἀμφὶ Νεμέᾳ πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει ἡσυχᾷ N. 7.80
6 of time, in the course ofἁλίῳ ἀμφ' ἑνί O. 13.37
B adv., all roundἀμφὶ δὲ παρδαλέᾳ στέγετο φρίσσοντας ὄμβρους P. 4.81
εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις P. 9.120
οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85
-
10 καρπός
καρπός (A), ὁ,A fruit, in Hom. and Hes. (only in sg.), usu. of the fruits of the earth, corn, ἀρούρης κ. Il.6.142;κ. δ' ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα Hes.Op. 117
;κ. Δήμητρος Hdt.1.193
, etc.; ; κ. ἀρούρης, also of wine, Il.3.246; ἀμπέλινος κ. Hdt.1.212; so κ. alone, Ar. Nu. 1119 (codd. and Sch.); but of corn, opp. Βάκχιον νᾶμα, Id.Ec.14; καρποῦ ξυγκομιδή harvest, Th.3.15; κ. λωτοῖο, κρανείης, Od.9.94, 10.242; μελιηδέα κ., of grapes, Il.18.568;κ. ἐλαίας Pi.N.10.35
; τὸν ἐπέτειον κ. the crops of the year, Pi.P. 470b: generally, produce, κ. ὑγρός, of honey, Porph.Abst.2.20; also κ. εὐανθὴς μήλων, of wool, Opp.H.2.22: pl., καρπῶν ἐστερήθητε διξῶν robbed of two years' produce, Hdt. 8.142;καρπῶν ἀτελεῖς Id.6.46
; κ. ὑγροὶ καὶ ξηροί produce of trees and fields, X.Oec.5.20; ξύλινοι, σιτικοὶ κ., Str.5.4.2; of fruits offered in sacrifice, BMus.Inscr.975.7 ([place name] Amathus), cf.κάρπωσις 11
; also of taxes paid in kind, opp. Χρυσικά, PHib.1.47.5 (iii B.C.), al.II returns, profits,οἱ κ. οἱ ἐκ τῶν ἀγελῶν γενόμενοι X.Cyr.1.1.2
; τῶν ἀνηλωμένων.. τοὺς κ. Is.5.29.III of actions, fruit, profit, εἰ κ. ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου if his oracles shall bear fruit, i.e. be fulfilled, A. Th. 618; γλώσσης ματαίας κ., i. e. curses, Id.Eu. 831 codd.;ὁμιλίας κακῆς κάκιον οὐδέν, κ. οὐ κομιστέος Id.Th. 600
; , cf. Pl.Phdr. 260d: freq. in Pi., κ. ἐπέων οὐ κατέφθινε, i. e. poesy, I.8(7).50; κ. φρενῶν wisdom, P.2.74; κ. φρενός, of his own ode, O.7.8; ἥβας κ., of the bloom of youth, ib.6.58, P.9.109; later, reward, profit,ἐπιτηδευμάτων Epicur.Sent.Vat. 27
; ὅπου ὁ κίνδυνος μέγας, καὶ ὁ κ. Diog.Oen.27;κ. νίκης Hdn.8.3.6
: freq. in NT,κ. εἰρηνικὸς δικαιοσύνης Ep.Hebr.12.11
, etc. (Cf. Lat. carpo, Engl. harvest.)------------------------------------καρπός (B), ὁ,A wrist, Il.24.671, Od.24.398, Hp.Fract.3, Arist.HA 494a2, etc.; ; καρποὶ Χειρῶν ib. 891, cf. X. Cyr.6.4.2. (Perh. cf. ONorse huerfa 'turn round'.) -
11 μήτηρ
μήτηρ, [dialect] Dor. [full] μάτηρ, ἡ: though parox. in nom., it follows πατήρ in the accent of the obliq. cases, gen. μητερος [var] contr. μητρός, dat. μητέρι, μητρί, both forms being found in Hom., but the longer forms rarely in Trag. exc. lyr., asA ; ; μητέρος in iambics, E.HF 843, Or. 580, Rh. 393: acc. always μητέρα, μητέρας: voc. μῆτερ:— mother, Il.1.351, etc.; of animals, dam, 17.4, Od.10.414; of a mother-bird, Il.2.313; of queen bees, Arist.HA 553a29, etc.; ἀπὸ ματρὸς φίλας, ἐκ ματρός, from one's mother's womb, Pi.P.5.114, A.Ch. 422 (lyr.): in pl., mother and grandmother, Plu. Agis9; as an address to elderly women,ὦ μῆτερ D.S.17.37
, cf. Theoc.15.60, etc.: in titles, μ. πατρίδος, = Mater Patriae, D.C.58.2; μ. τῶν ἀηττήτων στρατοπέδων, = Mater invictorum castrorum, of Julia Domna, BGU 362 xi 16 (iii A.D.).2 of lands, μ. μήλων, θηρῶν, mother of flocks, of game, Il. 2.696,8.47, etc.; freq. of Earth,γῆ πάντων μ. Hes.Op. 563
;πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο.. ματέρος Pi.P.4.74
;γῆ μήτηρ A.Th.16
, etc.;ὦ γαῖα μῆτερ E.Hipp. 601
; ἡ Μήτηρ, = Δημήτηρ, τῇ Μητρὶ καὶ τῇ Κούρῃ ὁρτὴν ἄγουσι Hdt.8.65; also of Rhea, Pi.P.3.78;ὦ Πὰν.., Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ Id.Fr.95
, cf. E.Hel. 1355 (lyr.);μ. ὀρεία Ar.Av. 746
(lyr.);Γαλλαὶ μητρὸς ὀρείης φιλόθυρσοι δρομάδες Lyr.Adesp.121
; M. (Halic., iv B.C.); as title of Isis, PPetr.3p.2 (cf. p.xi) (iii B.C.).3 freq. of one's native land,μᾶτερ ἐμά, Θήβα Pi.I.1.1
, cf. P.8.98, A.Th. 416, Isoc.4.25; and so, like μητρόπολις, Pi.O.9.20, cf. 6.100;ἡ Σκῦρος ἀνδρῶν ἀλκίμων μ. S.Ph. 326
.II poet., the origin or source of events, μ. ἀέθλων, of Olympia, Pi.O.8.1;πειθαρχία γὰρ τῆς εὐπραξίας μ. A.Th. 225
;ἡ γνώμη κακῶν μ. S.Ph. 1361
; of night, as the mother of day, A.Ag. 265; the grape of wine, Id.Pers. 614, cf. E. Alc. 757;ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν Pi.N.5.6
; Aphrodite of the Loves, Id.Fr.122.4; φάτις ὦ μᾶτερ αἰσχύνας ἐμᾶς, of a rumour, S.Aj. 174 (lyr.): also in Prose,γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρα X.Oec.5.17
; πολιτειῶν μητέρες δύο (sc. μοναρχία and δημοκρατία) Pl.Lg. 693d. (Cf. Lat. mater, OE. módor, etc.) -
12 συζυγία
II yoke of animals, pair,σ. πώλων E.Hipp. 1131
(lyr.); of persons, Plu.Demetr.1: generally, pair, Pl. Phd. 71c, Prm. 143d, Arist.IA 704b20; σ. πτερύγων, μήλων, δονάκων, AP5.267.6, 289 (both Paul. Sil.), 6.27 (Theaet.); ἄρσενα σ., of two sons, IG12(8).442.6 ([place name] Thasos); κατὰ συζυγίας in pairs, esp. of animals,κατὰ συζυγίας φωλοῦσιν.. οἱ ἄρρενες θήλεσιν Arist.HA 599b6
, cf. 631b1; in plants, Thphr.HP3.11.3, al.: hence,2 coupling, copulation, AP5.220 (Paul. Sil.), 10.68 (Agath.).3 in war, squadron of four war-chariots,= two ζυγαρχίαι, Ascl.Tact.8, Ael. Tact.22.2.III conjunction of words or things in pairs, syzygy, Arist.Top. 113a12, GC 332b3 (pl.), Mete. 378b11 (pl.), Stoic.2.132, Gal. 6.95, al.: more generally, combination of words, οὐκ ἐν τῷ κάλλει τῶν ὀνομάτων ἡ πειθώ, ἀλλ' ἐν τῇ ς. D.H.Comp.3, cf. 6; of letters, ib.22; coupling of terms in a syllogism, Chrysipp.Stoic.2.50.2 Gramm., conjugation, D.T.638.6 (pl.), A.D.Adv.161.28, POxy.469.13 (iii A.D.); or declension, A.D.Adv.198.6, Synt.271.16, Ath.9.392b; any group of related words, e.g. sapiens, sapienter, sapientia, Cic.Top. 3.12, cf. 9.38.3 in Prosody, syzygy, dipodia, Heph.7.8, Aristid. Quint.1.14, Syrian.in Hermog.1p.31R.IV Astron., syzygy, of two stars one of which rises and sets as the other sets and rises, Autol.1.4; of zodiacal signs rising and setting between the same points of the horizon, Gem.2.27; of the moon's conjunctions and oppositions with the sun, Ptol.Alm. 5.1, Cat.Cod.Astr.1.131; so of planets, Ptol.Alm.5.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συζυγία
-
13 τόκος
A childbirth, parturition, of women, Il.19.119, h.Cer. 101, IG42(1).121.15,17 (Epid., iv B. C.), Herophil. ap. Sor.2.53; of animals, Il.17.5;πλὴν ὅταν τ. παρῇ S.Fr. 477
;ποιεῖσθαι τὸν τ. Arist. HA 542a25
, etc.: pl.,τόκοισί τε ἀγόνοις γυναικῶν S.OT26
, cf. 173 (lyr.), E.Med. 1031, etc.b the time of parturition,ὁ τ. τῆς γυναικός Hdt.1.111
; period of gestation,ἐνιαύσιος ὁ τ. Arist. GA 777b13
.c ἡ φύσις τοῦ παιδίου τοῦ ἐν τόκῳ in the foetal stage, Hp.Nat.Puer.tit. (as cited in Mul.1.1).II offspring, of men or animals, , cf. 15.141; of an eagle,ἐλθὼν ἐξ ὄρεος, ὅθι οἱ γενεή τε τόκος τε Od.15.175
;μήλων τ. E. Cyc. 162
; Οἰδίπον τ. his son, A.Th. 372, cf. 407, etc. (but also, daughter,θεὰ γεγῶσα καὶ θεοῦ πατρὸς τ. E.Andr. [1254]
); fry of fish, Arist. HA 543a4; litter of pigs,πασῶν τῶν συῶν ἀπὸ τόκου χοῖρον λαμβάνειν X. Lac.15.5
.2 metaph., produce of money lent, hence interest (cf. S.Fr. 477 (punningly), Sophr. 35, Pl.R. 555e, Arist.Pol. 1258b5), Pi.O.10(11).9, etc.; τ. ἐπίτριτος, v. h. v.; τ. πεντώβολος interest at 5 obols per month on the mina, IG 11(2).146 B 17 (Delos, iv B. C.); τ. πεντεκαιδέκατος, i. e. 100/15 = 6 2/3 %, SIG672.23 (Delph., ii B. C.); sg. and pl., IG12.324.5, Ar.Nu.18,20, 34, etc.; τόκους ἀποδοῦναι ib. 739, etc.;κομίζεσθαι Pl.
l. c., PEnteux. 32.13 (iii B. C.);λαμβάνειν ἀπό τινος Is.8.35
;ἀπολαμβάνειν Lys.17.3
;δανείζειν ἐπὶ τόκῳ Pl.Lg. 742c
;ὀφείλειν ἐπὶ τόκῳ Isoc.17.7
; compound interest,Ar.
Nu. 1156;τόκος τόκου Thphr.Char.10.10
;τῶν τόκων ἔχων τόκους Men.870
:—Ar. plays on the double meaning of the word, Th. 843 sq.; so also Pl.R. 507a, Plu.2.433e.3 metaph., interest, [γῄδιον] ὅτι λάβοι σπέρμα.. δικαίως ἀπεδίδου αὐτό τε καὶ τόκον X.Cyr.8.3.38
, cf. Philem.231, 88.10;οἱ δ' εἰς τὸ γῆρας ἀναβολὰς ποιούμενοι, οὗτοι προσαποτίνουσι τοῦ χρόνου τόκους Men.235.9
; offspring,ἢ τίκτων λόγους ἢ τὸν ἑτέρων τόκον λαμβάνων Lib.Or.12.94
; bringing forth, ib. 17.38. -
14 γαστήρ
γαστήρ, έρος, syncop. γαστρός, dat. plur. γαστράσι, Hippocr. γαστῆρσι, ἡ; Hom. γαστήρ z. B. Iliad. 16, 163, γαστέρος Odyss. 17, 473, γαστέρι Iliad. 6, 58, γαστέρα 21, 180, γαστέρες Odyss. 18, 44, γαστρός 15, 344, γαστρί Iliad. 5, 539; Bauch, Unterleib, von Hom. an überall; auch übertr., ἀσπίδος, die Wölbung des Schildes, Tyrt. 2, 24. – Am gew. der Magen; eigtl., ἔτειρε δὲ γαστέρα λιμός Od. 4, 369; γαστρὶ φορβὰν ἀνύειν Soph. Phil. 704; Magenwurst, mit Fett u. Blut gefüllt, Od. 18, 44. 118. 20, 25; Ar. Nubb. 408; der Magen als Sitz der Eßlust, des Hungers, κακοεργός Od. 18, 53; κέλεται δέ ἑ γαστὴρ μήλων πειρήσοντα καὶ ἐς πυκινὸν δόμον ἐλϑεῖν 6, 133; γαστρὶ χαρίζεσϑαι, dem Bauche fröhnen, Xen. Cyr. 4, 2, 39, δουλεύειν Luc. ep. 9 (XI, 410); γαστρὶ δελεάζεσϑαι, durch Freßbegier an den Köder gelockt werden, Xen. Mem. 2, 6, 1; γαστέρες οἶον, nur faule Bäuche, Schlemmer, Hes. Th. 26; Long. 4, 11; – γαστέρι δ' οὔ πως ἔστι νέκυν πενϑῆσαι Ἀχαιούς, mit Fasten betrauern, Iliad. 19, 225; – = Speise, γαστρὸς καὶ ποτοῦ ἐγκρατεῖς Xen. Cyr. 1, 2, 8, mäßig in Essen u. Trinken; ἢ οἴνου Mem. 1, 5, 11. – Mutterleib; γαστέρι φέρειν, Il. 6, 58 τῶν μή τις ὑπεκφύγοι αἰπὺν ὄλεϑρον χεῖράς ϑ' ἡμετέρας, μηδ' ὅν τινα γαστέρι μήτηρ κοῠρον ἐόντα φέροι· μηδ' ὃς φύγοι, ἀλλ' ἅμα πάντες Ιλίου ἐξαπολοίατ' ἀκήδεστοι καὶ ἄφαντοι, nicht das Kind im Mutterleibe möge verschont werden; ἐν γαστρὶ φέρειν = schwanger sein, Plat. Legg. VII, 792 e; im N. T. gew. ἐν γαστρὶ ἔχειν; ἐν γαστρὶ λαβεῖν, empfangen, Arist. ll. A. 9, 50. – Bei Philostr. v. Apoll. 3, 39 = Leibesfrucht. – In Lacedämon = γογγυλίς, Ath. IX, 369 a; s. γαστραία.
-
15 μήτηρ
μήτηρ, ἡ, gen. μητρός, ep. auch μητέρος, auch in lyrischen Stellen der Tragg., wie Soph. O. C. 1478, im Dialog nur Eur. Rhes. 393, acc. μητέρα; die Mutter, Hom. u. Folgde überall; τὸν ἀϑανάτη τέκε μήτηρ, Il. 10, 404; sehr gew. πότνια μήτηρ; auch von Thieren, Mutterkuh, Mutterschaaf u. vgl., Od. 10, 414 Il. 17, 4; von einem Vogel, der Junge hat, 2, 313. 315, wie Soph. ψακαλοῦχοι μητέρες, frg. 962. Oft übertr. so von einem Lande gesagt, μήτηρ μήλων, ϑηρῶν, Mutter der Schaafheerden, des Wildes, das viele Schaafheerden ernährt, reich an Wild ist, Il. 2, 696. 8, 47 u. öfter. Vom Vaterlande, τέκνοις τε γῇ τε μητρί, Aesch. Sept. 16, vgl. 398. 566; ἡ Σκῠρος ἀνδρῶν ἀλκίμων μήτηρ ἔφυ, Soph. Phil. 326. Auch von anderen Verhältnissen, wie bei uns, für Urheberinn, Hervorbringerinn, πειϑαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, Aesch. Spt. 207, εὐάγγελος ἕως γένοιτο μητρὸς εὐφρόνης πάρα, Ag. 255, μητρὸς ἀγρίας ἄπο ποτὸν παλαιᾶς ἀμπέλου γάνος τόδε, Pers. 606; οἷς γὰρ ἡ γνώμη κακῶν μήτηρ γένηται, Soph. Phil. 1345; ὦ μεγάλα φάτις, ὦ μᾶτερ αἰσχύνας ἐμᾶς, Ai. 174; μυρίων μῆτερ τροπαίων, Eur. Troad. 1222; auch in Prosa, εἰσὶ πολιτειῶν οἷον μητέρες δύο τινός, Plat. Legg. III, 693 d; τὴν γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρα καὶ τροφὸν εἶναι, Xen. Oec. 5, 17; öfter bei Plut. u. a. Sp.
-
16 ἐπι-τρέχω
ἐπι-τρέχω (s. τρέχω), aor. ἐπέδραμον, selten ἐπέϑρεξα, Il. 13, 409, perf. ἐπιδεδράμηκα, p. ἐπιδέδρομα (s. unten), 1) herzu-, herbeilaufen, sowohl zur Hülfe, als zum Angriff, Il. 4, 524. 18, 527 u. öfter; ἐπιδραμὼν πάντα τὰ διδόμενα ἐδέκετο Her. 3, 135, hastig zugreifend, begierig; ἐπιδραμὼν οὕτως εὐϑύς Plat. Legg. VII, 799 c; vgl. Dem. 27, 56. 29. 48, hastig Etwas zu erlangen suchend; φύλακας, οἷς ἐπέδραμον, διέφϑειραν, auf welche sie stießen, Thuc. 4, 32; ἐπὶ τὰ ἔξω 104. – Dah. χὠρην, χὠμας, durchstreifen u. plündern, Her. 8, 23. 32; Pol. u. a. Sp. Auch = ergreifen, befallen, ψυχὴν ἐπιδέδρομε λήϑη Ap. Rh. 1, 645. So kann man auch Soph. Ant. 585 erkl., ὅταν Θρῄσσαισιν ἔρεβος ὕφαλον ἐπιδράμῃ πνοαῖς, Schol. ἀντὶ τοῦ ἐκ βάϑους κινήσῃ τὴν ϑάλατταν, das Meeresdunkel durchstürmt. – Bei Homer unterschied Aristarch ἐπιτρέχειν und διώκειν, wo von Verfolgung die Rede ist; διώκειν heiße Jemanden verfolgen, welcher sich verfolgt weiß, ἐπιτρέχειν dagegen Jemanden, der nicht weiß, daß er verfolgt werde, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 10, 354. 359, Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 127. – 2) nachlaufen, nachrollen, ἅρματα ἵπποις ἐπέτρεχον Il. 23, 504. – 3) darüber hinlaufen, streifen, ἀσπὶς ἐπιϑρέξαντος ἄυσεν ἔγχεος Il. 13, 409, sich darüber hin verbreiten, λευκὴ ἐπιδέδρομεν αἴγλη Od. 6, 45; Arat. 80; κακὴ ἐπιδέδρομεν ἀχλύς Od. 20, 357; auch c. dat., λεπτὸν ἐπιδέδρομε νυκτὶ φέγγος Ap. Rh. 2, 670; εἴ τί οἱ ἔρευϑος ἐπιτρέχει Arat. 834; auch = überlaufen, τὴν σύριγγα τῇ γλώττῃ Alciphr. 3, 12; τοῖς χείλεσι τοὺς καλάμους Long. 1, 24; τῷ πλήκτρῳ τὰς χορδάς Ath. IV, 139 e; Sp. = sich an einem Gegenstande zeigen, ἰταμοῦ ἤϑους σημεῖα τοῖς εἴδεσι τῶν γυναικῶν ἐπιτρέχει Plut.; körperlich, μείοσι μὲν λυγκῶν ἐπιδέδρομε ῥινὸς ἐρευϑής, μείζοσι δὲ κροκόεν τε ϑεείῳ τ' εἴκελον ἄνϑος Opp. Cyn. 3, 94; τῷ δὴ μήλων ἐπιδέδρομεν ὀδμή Hermipp. Ath. I, 29 e; von der Rede, ἐπιτρέχουσα τῇ λέξει ἀῤῥυϑμία ib. V, 189 c; – τοῖς ϑήλεσι, sich begatten, Plut. sol. an. 9. – In der Rede schnell durchlaufen, kurz abhandeln, ἐπιδεδράμηται Xen. Oec. 15, 1; μικρὰ ἐπιδραμοῦμαι περὶ αὐτῶν Dem. 17, 19, περί τινος, wie Isocr.; Sp. auch λόγῳ τι, Luc.
-
17 ῥυτίς
ῥυτίς, ίδος, ἡ, die Runzel, Falte, die einen Körper zusammenzieht; ἐν τῷ προςώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας ἔκκαιρος μήλων, Ep. ad. 60 (XI, 417); u. in Prosa, Plat. Conv. 190 e, λεαίνειν ῥυτίδας 191 a, u. Sp., wie Plut. – [Υ ist erst von Greg. Naz. lang gebraucht, s. Jac. A. P. p. 726.]
-
18 πειράω
Aἐπείρων Th.4.25
: [tense] fut. - άσω [pron. full] [ᾱ] ib.9, 43 : [tense] aor. , Ar.Eq. 517, Th.6.54 : [tense] pf.πεπείρᾱκα Luc.Am.26
:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐπειράθην [pron. full] [ᾱ] Th.6.54; cf. πειράζω.B more freq. in [voice] Med. [full] πειράομαι, Il.2.193, 24.390, etc.: [tense] fut. - άσομαι [pron. full] [ᾱ] S.OC 959, etc.; [dialect] Dor. [ per.] 2pl.πειρασεῖσθε Ar.Ach. 743
, cf. Hippod. ap. Stob.4.1.94; laterπειρᾱθήσομαι Gp.12.13.12
: [tense] aor. ἐπειρᾱσάμην, [dialect] Ion. ἐπειρησάμην, Od.8.120, Hdt.7.135, Th.2.44,al.; but [tense] aor. [voice] Pass. ἐπειρήθην, [dialect] Att. ἐπειράθην [pron. full] [ᾱ], found in med. sense, Il.19.384, al., Hdt.3.152,al., Th.2.5 (v.l.), 33, 6.92, and in later Prose: [tense] pf. πεπείρᾱμαι, [dialect] Ion. - ημαι, Od.3.23, Pi.Fr. 110, Hdt.9.46, S.Fr. 584, Antipho 5.1, etc.: [ per.] 3pl. [tense] plpf.ἐπεπείραντο D.C.Fr.24.3
, [dialect] Ion.ἐπεπειρέατο Hdt. 7.125
. (From πεῖρα.)A [voice] Act., attempt, endeavour, try, c. inf.,μήτε τις.. πειράτω διακέρσαι ἐμὸν ἔπος Il.8.8
; ;π. ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβάλλειν Hdt.6.84
, cf. Ar.V. 1025, al.: folld. by ὡς .., Il.4.66, Od.2.316, etc.; by ὅπως .., 4.545 : c. Adj. neut.,πολλὰ πειρῶντες Th.6.38
;πάντα Plu. 2.1122b
: with inf. understood, Th.7.32.II c. gen. pers., make trial of one, μή μευ πειράτω, for the purpose of persuading, Il.9.345, cf. 24.433; of things,τευχέων A.R.3.1249
: in hostile sense, make an attempt on,μήλων πειρήσοντα Il.12.301
, Od.6.134; οὐ πειρᾶν τῆς πόλιος, πρὶν .. Hdt.6.82;π. τοῦ χωρίου Th.1.61
;Νισαίας Id.4.70
;ἀλλήλων Id.7.38
;νυμφείας εὐνᾶς Pi.N.5.30
.III abs., ναυσὶ π. make an attempt by sea, Th.4.25; π. ἐπὶ τὴν κώμην ib.43.IV c. acc. rei, experience,τύχης ἐπήρειαν Luc.Am.46
.2 c. acc. pers., make an attempt on a woman's honour, Ar.Eq. 517 (ubiv. Sch.), Pl. 150, 1067, Lys.1.12, X. Cyr.5.2.28, etc.:—[voice] Pass., , cf. Pl. Phdr. 227c ; v. infr. B. IV, cf.πεῖρα 11
.B more freq. in [voice] Med., c. inf., try to do, Il.4.5, Hdt.5.71, 6.138, al., Ar.Pl. 459, X.Oec.6.2, Lys. 12.64, Isoc.3.41, Pl. Tht. 186b : c. [tense] fut. inf., J.AJ17.8.4 : the inf. is sts. understood, πειρήσεται (sc. ἀλύξαι) Od.4.417 : folld. by εἰ, Il.13.806, Pl.Phd. 95b;πειρήσεται αἴ κε θέῃσιν Il.18.601
; by ἐάν or ἄν, A.Pr. 327, Pl.Lg. 638e; by μὴ .., lest.., Od.21.394; by ὅπως .., X.An.3.2.3 : c. part., freq. in Hdt.,ἐπειρᾶτο ἐπιών 1.77
; προσβαίνων ib.84;π. βιώμενοι 4.139
;π. ἀποσχίζων 6.9
, cf. 5,50, 7.139, al.;π. σκοπῶν Pl. Tht. 190e
<*> c. neut. Adj., τὰ μεγάλα καὶ τὰ μικρὰ π. X.Cyr.1.5.14.II most freq. (V.A. 11) c. gen.,1 c. gen. pers., make trial of one, Il.10.444, Od.13.336, etc.; νῦν σεῦ, ξεῖνε, ὀΐω πειρήσεσθαι, εἰ .. 19.215;ἕο αὐτοῦ ἐν ἔντεσι.. εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε Il.19.384
; with gen. not expressed,ἔπεσιν πειρήσομαι 2.73
; ἦ πρῶτ' ἐξερέοιτο ἕκαστά τε πειρήσαιτο test him in each particular, Od.4.119 (v.l. μυθήσαιτο) ; π. θεοῦ make trial of, tempt a god, Hdt.6.86. γ, cf. A.Ag. 1663 (troch.): in hostile sense,πρὶν πειρήσαιτ' Ἀχιλῆος Il.21.580
(with acc. cogn. addedἀέθλους.. ἐπειρήσαντ' Ὀδυσῆος Od.8.23
): freq. in Hdt., esp. ἀλλήλων πειρᾶσθαι, as ; , etc.; π. τῆς Πελοποννήσου make an attempt on it, Hdt.8.100;π. τοῦ τείχους Th.2.81
.2 c. gen. rei, make proof or trial of..,σθένεος Il. 15.359
;ἥβης 23.432
; χειρῶν καὶ σθένεος π., ἢ.. ἦ .. Od. 21.282; try one's chance at or in a work or contest,ἔργου 18.369
; ἀέθλου, ἀέθλων, Il.23.707, Od. 8.100, etc.; παλαιμοσύνης ib. 126; make proof of, try a weapon,τόξου 21.159
, 180; νευρῆς ib. 410 (but [ὀϊστοί,] τῶν τάχ' ἔμελλον πειρήσεσθαι arrows whose force they were soon to make trial of, i. e. feel, ib. 418); also, make proof of, have experience of, esp. in [tense] pf. [voice] Pass., first in Hes., ;οὐ πεπειρημένοι πρότερον [οἱ] Αἰγύπτιοι Ἑλλήνων Hdt.4.159
, cf. Pl.Phd. 118; πειρασάμενος ἀγαθῶν, δουλείας, Th.2.44, 5.69, cf. Antipho 5.1;κακῶν D.18.253
; ὀρφανίας π., i.e. to be an orphan, Phalar. Ep.49; but π. τινὸς μετρίου find him moderate by experience or on trial, Plu. Aem.8, cf. Arat.43; also, πεπείρανται ὅτι .. Lys.27.2.3 abs., try one's fortune, try the chances of war,αἴ κε θεὸς πειρώμενος ἐνθάδ' ἵκηται Il.5.129
; πειρώμενος ἢ ἐν ἀέθλῳ ἠὲ καὶ ἐν πολέμῳ making trial of one's powers, 16.590; Ἕκτορι πειρηθῆναι ἀντιβίην, ἢ.. ἦ .. to try one's fortune against him, 21.225; περὶ δ' αὐτῆς πειρηθήτω (sc. τῆς ἵππου) let him try for her, as a prize, 23.553.III make a trial or put a matter to the test,ἐν σοὶ πειρώμεθα Pl.Phlb. 21a
: c. dat. modi,ἐγχείῃ πειρήσομαι Il.5.279
; ἐπειρήσαντο πόδεσσι tried their luck in the foot-race, Od.8.120, cf. 205;σφαίρῃ 8.377
; also π. σὺν ἔντεσι, σὺν τεύχεσι π., Il.5.220, 11.386 : but in [tense] pf., οὐδέ τί πω μύθοισι πεπείρημαι I have not tried myself, have not found my skill, in words, Od.3.23 : abs.,ὁ πειραθεὶς πιστεύσει X.Eq.Mag.1.16
; πεπειραμένος σαφῶς οἶδα by experience, Id.Hier.2.6.IV c. acc. pers., make an attempt on (V.A.IV.2),Διὸς ἄκοιτιν Pi.P.2.34
. -
19 χραίνω
A : [tense] aor. (lyr.); subj. ; inf.χρᾶναι Poll.7.129
, Porph. Chr.49:—touch slightly, ὀλιγάκις ἄστυ κἀγορᾶς χραίνων κύκλον, i.e. keeping aloof from it, E.Or. 919; χ. οὐραίοισιν εὐδίαν ἁλός, of fishes, Achae.27.3: hence, smear, paint,χ. ἢ ἀποχραίνειν Pl.Lg. 769a
, cf. Poll. l.c., Max.Tyr.40.2: besmear, anoint, τινι Nic.Al. 246:—[voice] Pass.,χραινομένην μέλιτι AP7.622
(Antiphil.).2 stain,βωμὸν αἵματι μήλων B.10.111
; , cf. Fr. 327; defile,μιάσματι μυχὸν ἔχρανας Id.Eu. 170
(lyr.); esp. of moral pollution, , cf. E.Hipp. 1266, Hec. 366;ὄμμα χ. θανασίμοισιν ἐκπνοαῖς Id.Hipp. 1438
;οὔτε φόνῳ τοὺς τῶν θεῶν βωμοὺς χραίνειν δεῖ Porph.Abst.2.28
; of words, θεῶν ὀνόματα μὴ χ. ῥᾳδίως Pl.Lg. 917b:—[voice] Med.,χεῖρα χραίνεσθαι φόνῳ S.Aj.43
:—[voice] Pass.,αἱμάτων μιάσμασι χρανθεῖσα γαῖα A.Supp. 266
;καπνῷ χραίνεται πόλισμα Id.Th. 342
(lyr.), cf. S.OC 368;τὰ ὄμματα μὴ κεχράνθαι τοῖς ἀσεβήμασι Jul.Or.7.205a
;ὄψιν τε καὶ ἀκοὴν ἐχράνθημεν Hld.10.9
. -
20 ἄριστος
Aὤριστος Il.11.288
, [dialect] Att. ἅριστος) best in its kind, and so in all sorts of relations, serving as [comp] Sup. of ἀγαθός:I of persons,1 best in birth and rank, noblest: hence, like ἀριστεύς, a chief,Ἀργείων οἱ ἄριστοι Il.4.260
, cf. 6.209;ἄ. ἔην πολὺ δὲ πλείστους ἄγε λαούς 2.580
;θεῶν ὕπατος καὶ ἄ. 19.258
;πατρὸς πάντων ἀ. παῖδα S.El. 366
; ἀνδρῶν τῶν ἀ. ὁμιλίη, opp. δῆμος, Hdt.3.81, cf. Cic.Att.9.4.2.2 best in any way, bravest,ἀνδρῶν αὖ μέγ' ἄ. ἔην Τελαμώνιος Αἴας Il.2.768
, cf. 7.50, etc.; οἰωνοπόλων, σκυτοτόμων ὄχ' ἄ., 6.76, 7.221.b c. dat. modi,βουλῇ μετὰ πάντας.. ἔπλευ ἄ. 9.54
, al.;ἔγχεσιν εἶναι ἀρίστους Od.4.211
.c c. acc. rei,εἶδος ἄριστε Il.3.39
;ψυχὴν ἄ. Ar.Nu. 1048
.d c. inf.,ἄριστοι μάχεσθαι X.Cyr.5.4.44
; ἄ. διαβολὰς ἐνδέκεσθαι readiest to give ear to calumnies, Hdt.3.80; ἄ. ἀπατᾶσθαι best, i.e. easiest, to cheat, Th.3.38.II of animals, things, etc., best, finest,ἵπποι Il.2.763
; μήλων, ὑῶν, Od.9.432, 14.414;τεύχε' ἄριστα Il.15.616
;χῶρος Od.5.442
;ποταμῶν ἄ. τά τε ἄλλα καὶ ἀκέσασθαι Hdt.4.90
; ἄριστα φέρεσθαι win an excellent reward, S.El. 1097 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄριστος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
οπλοκάμπη — η εντομολ. γένος σύμφυτων υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας τενθρεδινίδες με είδη που οι προνύμφες τους αναπτύσσονται στο εσωτερικό τών μήλων, τών αχλαδιών, τών δαμάσκηνων και άλλων καρπών και προκαλούν την πρόωρη πτώση τους επιφέροντας μεγάλες … Dictionary of Greek
επιμηλίδες — ἐπιμηλίδες, αἱ (Α) φρ. «Ἐπιμηλίδες Νύμφαι» νύμφες προστάτιδες τών «μήλων», τών κοπαδιών από αιγοπρόβατα … Dictionary of Greek
καρπόκαψα — (Carpocapsa). Γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας των τορτρικιδών, που περιλαμβάνει χρυσαλλίδες μήκους περίπου 1 εκ. Τα φτερά τους είναι καφέ, διακοσμημένα με πιο σκούρες γραμμές και έχουν άνοιγμα 2 εκ. Γεννούν τα αβγά τους στους νεαρούς… … Dictionary of Greek
GILVUS Color — Graece κιῤρὸς, flavo dilutior est. Unde Hippocrates de victu in Morb. acut. Com. 3. vinum album, cum veterascit, semper fieri κιῤρότερον, gilvius, et tandem etiam ξανθὸν, flavum, tradit. Eundem colorem in equis saepe memorant Vett. Varro apud… … Hofmann J. Lexicon universale
μήλινος — η, ο (ΑΜ μήλινος, ίνη, ον, Α δωρ. τ. μάλινος, ίνη, ον) [μήλον (Ι)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηλιά ή αυτός που προέρχεται από τη μηλιά νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η μηλίνη αλοιφή που παρασκευάζεται με βάση τον χυμό τών μήλων αρχ. 1. αυτός που … Dictionary of Greek
μακρομηλία — η εξόγκωση τών μήλων τού προσώπου … Dictionary of Greek
τεχνάζω — ΝΜΑ [τέχνη] μέσ. τεχνάζομαι επινοώ, σοφίζομαι, σκαρφίζομαι νεοελλ. (το μέσ.) δολοπλοκώ, μηχανορραφώ μσν. (το μέσ.) μεταβάλλω κάτι με επινόηση («τινὲς τῶν μήλων τοὺς καρποὺς ἐρυθροὺς τεχνάζονται οὕτω», Γεωπ.) αρχ. 1. μεταχειρίζομαι, εφαρμόζω τέχνη … Dictionary of Greek
Άβαλον — (Avalon).Μυθικό νησί του βρετανικού κύκλου θρύλων και αφηγήσεων. Το όνομά του σημαίνει νησί των μήλων. Στην κελτική μυθολογία αντιστοιχεί με τα ελληνικά Ηλύσια Πεδία. Σύμφωνα με τον μύθο, εκεί οδηγήθηκε ο βασιλιάς Αρθούρος για να γιατρευτεί από… … Dictionary of Greek
καπρονικό οξύ — Ονομασία κορεσμένου μονοκαρβονικού οξέος του τύπου CH3(CH2)4COOH. Είναι άχρωμο ή ελαφρώς κίτρινο ελαιώδες υγρό, αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό στον αιθέρα· έχει ισχυρή όξινη γεύση, δυσάρεστη οσμήκαι σημείο βρασμού 205°C. Παρασκευάζεται με πολλές… … Dictionary of Greek